Η Μαρία και ο Κώστας μόλις παντρεύτηκαν, επειδή όμως δεν είχαν λεφτά για το μήνα του μέλιτος, αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι τωνγονιών του Κώστα για την πρώτη νύχτα του γάμου τους.
Το πρωί ο Γιαννάκης, ο μικρότερος αδερφός του Κώστα, αφότου έφαγε το πρωινό του ξεκίνησε για το σχολείο. Στην εξώπορτα, ρώτησε τη μητέρα του αν ο Κώστας και η Μαρία είχαν ξυπνήσει.
«Όχι» απάντησε εκείνη.
«Ξέρεις τι πιστεύω;» είπε αυτός.
«Δε θέλω να μάθω» είπε η μητέρα του. «Πήγαινε αμέσως στο σχολείο!»
Όταν γύρισε και αφότου τελειώσε το μεσημεριανό του, ξαναρώτησε τη μητέρα του το ίδιο πράγμα: «Ξύπνησε ο Κώστας και η Μαρία;»
«Όχι» απάντησε εκείνη.
«Ξέρεις τι πιστεύω;» είπε αυτός.
«Δε με ενδιαφέρει» είπε η μητέρα του. «Τελείωσε γρήγορα το φαγητό σου για να γυρίσεις στο σχολείο!»
Η ίδια συζήτηση επαναλήφθηκε και όταν σχόλασε με τη μητέρα του να απαντάει αυτή τη φορά: «Άντε πες μας τι νομίζεις εσύ, να δούμε τι θα καταλάβεις.»
«Χθες το βράδυ ο Κώστας ήρθε στο δωμάτιό μου για να δανειστεί λίγη βαζελίνη, αλλά νομίζω ότι του έδωσα την κόλλα μου.«