Πού και πώς ζουν οι ιερόδουλες όταν αποσυρθούν από τα κόκκινα φανάρια και τις πιάτσες όπου ζει και βασιλεύει ο πληρωμένος έρωτας;
Θύματα trafficking στη συντριπτική τους πλειοψηφία, απίστευτης εκμετάλλευσης από διακινητές και προαγωγούς, τοξικοεξαρτημένες και φορείς του Aids από πελάτες που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι παραπάνω για «σεξ χωρίς προφύλαξη» οι ιερόδουλες κάνουν μια δουλειά που, λες κι από κάποιο κοινωνικό αντανακλαστικό, τις καταδικάζει να μην συμπεριλαμβάνονται στη γενναιοδωρία της συμπόνοιας.
Η Carmen Munoz, μια πρώην ιερόδουλη, έβλεπε τις ηλικιωμένες πρώην ιερόδουλες να κοιμούνται στους δρόμους. Το θέαμα αυτό δεν της ήταν ευχάριστο. Άλλωστε ήξερε από πρώτο χέρι τα καλά και τα κακά της δουλειάς.
Αποφάσισε να φτιάξει ένα σπίτι μόνο για εκείνες. Δεδομένου ότι αυτές οι γυναίκες είτε δεν έφτιαξαν οικογένεια λόγω επαγγέλματος, είτε οι δικοί τους άνθρωποι δεν θέλησαν να έχουν καμία σχέση μαζί τους από τη στιγμή που εκείνες επέλεξαν να δουλέψουν στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα, δεν έχουν πού να μείνουν όταν δεν είναι πια σε θέση να πουλούν το κορμί τους.
Τα γηρατειά και τα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπο και το σώμα τους δεν τις κάνουν πια ποθητές κι κάπως έτσι βρίσκονται στα… αζήτητα.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το «σπίτι των όμορφων λουλουδιών», το Casa Xochiquetzal.
Είναι ένας οίκος ευγηρίας για ιερόδουλες, με έδρα το Tepito της Πόλης του Μεξικού, που πήρε το όνομα του από την θεότητα των Αζτέκων, η οποία συμβόλιζε τον έρωτα και τις γυναίκες.
Η Carmen Munoz εξηγεί ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο εγχείρημα και χρειάστηκαν χρόνια πιέσεων για εξασφαλίσει την υποστήριξη των μέσων ενημέρωσης, της κυβέρνησης αλλά και των τοπικών αρχών. Ο τότε δήμαρχος Andres Manuel Lopes Obrador, δώρισε ένα ερειπωμένο σπίτι του 18ου αιώνα, το οποίο μεταμορφώθηκε σε αυτό που τώρα είναι το σπίτι για 25 ηλικιωμένες ιερόδουλες. Η μόνη προϋπόθεση αφορά την ηλικία τους, καθώς οι γυναίκες πρέπει να είναι τουλάχιστον 60 ετών. Το ενδιαφέρον είναι ότι, ακόμα και αν δεν είναι υποχρεωμένες, πολλές από τις ιερόδουλες επιλέγουν να συνεχίσουν την άσκηση του επαγγέλματος τους.
Η γαλλίδα φωτογράφος Μπενεντίκτ Νεσρού επισκέφθηκε έναν οίκο ευγηρίας που έχει δημιουργηθεί στο Μεξικό.
Από την ιστορική Plaza Loreto στο Μεξικό, η Carmen Munoz ξεκίνησε την «καριέρα» της ως ιερόδουλη. Είχε έρθει στην πόλη ψάχνοντας για δουλειά. Ήταν μόλις 22 ετών, αναλφάβητη και είχε εφτά παιδιά να θρέψει. Ένα από αυτά κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά της. Της είχαν πει ότι ένας ιερέας έβρισκε δουλειά σε γυναίκες σε σπίτια. Θα μπορούσε να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Μετά από τέσσερις μέρες, κατάφερε να τον δει όμως εκείνος την έδιωξε λέγοντάς της ότι δεν μπορεί να την βοηθήσει.
Τότε βρέθηκε στο δρόμο της μια γυναίκα η οποία της έδειξε έναν άντρα ο οποίος ήταν διατεθειμένος να της δώσει πολλά χρήματα για να πάει μαζί του. Εκείνη αρχικά δεν κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει κι όταν η γυναίκα της εξήγησε ότι πρέπει να βρεθεί σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου μαζί του, εκείνη σοκαρίστηκε.
Η αρχική άρνηση έγινε γρήγορα κατάφαση εξαιτίας του εύκολου και γρήγορου κέρδους.
Απελπισμένη πήγε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με εκείνο τον άντρα όμως εκείνος έδειξε συμπόνοια για την ψυχολογική της κατάσταση κι έτσι της έδωσε τα χρήματα και της είπε ότι δεν θέλει κάτι ως αντάλλαγμα.
Την επόμενη μέρα η απελπισία είχε γίνει περιφρόνηση. Πήγε στο ίδιο σημείο της Plaza Loreto και είπε στον εαυτό της: «Από εδώ και στο εξής. Τα παιδιά μου δεν θα ξαναπεινάσουν».
Για τα επόμενα 40 χρόνια εργαζόταν ως ιερόδουλη ψωνίζοντας πελάτες από το δρόμο σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία του Μεξικού.
Πρόκειται για μία πολυσύχναστη περιοχή, περιέχει μερικά από τα παλιότερα κτίρια στο κέντρο της πόλης, μεγάλο εμπορικό κέντρο και συστεγάζεται μια από τις μεγαλύτερες συνοικίες κόκκινων φαναριών.
Η ίδια εξηγεί στο BBC ότι όταν ξεκίνησε να εργάζεται στη βιομηχανία του σεξ θαμπώθηκε από τα χρήματα:
«Κατάλαβα ότι κάτι άξιζα για να πληρώνει κάποιος για να είναι μαζί μου, όταν ο πατέρας των παιδιών μου μου είπε ότι ήμουν άσχημη και ότι δεν άξιζα τίποτα».
Όμως οι δρόμοι έχουν και μια άλλη πλευρά.
Όπως εξηγεί η ίδια τόσο οι αρχές όσο και οι νταβατζήδες απαιτούσαν χρήματα, ποσοστό από τα κέρδη. Οι ξυλοδαρμοί και οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις ήταν κάτι περισσότερο από συχνές ενώ γρήγορα μπήκε και στο σκοτεινό κόσμο των ναρκωτικών και του αλκοόλ.
Παρόλα αυτά εκείνη αισθανόταν ευγνώμων αφού μπορούσε να συντηρεί τα παιδιά της και να τους προσφέρει μία στέγη. Με τα χρόνια φρόντισε να εξασφαλίσει ένα σπίτι και για άλλους.
Ένα βράδυ είδε στην άκρη ενός δρόμου ένα βρώμικο μουσαμά. Τον σήκωσε και από κάτω είδε τρεις ηλικιωμένες γυναίκες που έψαχναν για ζεστασιά. Αναγνώρισε ότι είναι πρώην ιερόδουλες.
Αυτό ήταν για την ίδια γροθιά στο στομάχι.
Τις βοήθησε να σηκωθούν, τους προσέφερε ένα ζεστό ρόφημα και τους βρήκε ένα δωμάτιο για να περάσουν τη νύχτα. Εκείνη την ώρα κατάλαβε πόσες ηλικιωμένες γυναίκες δούλευαν στους δρόμους του Μεξικού και πόσες αυτές δεν είχαν τι να γίνουν.
Τα ωραία χαρακτηριστικά τους είχαν ξεθωριάσει πια λόγω της προχωρημένης ηλικίας αλλά και της σκληρής ζωής στους δρόμους, και είχαν καταλήξει άπορες. Πολλές από αυτές λόγω της δουλειάς τους δεν δημιούργησαν δική τους οικογένεια ή η οικογένειά τους δεν τις θέλει κι έτσι δεν έχουν πού να πάνε. Ο δρόμος για αυτές είναι το μοναδικό καταφύγιο.
Η Munoz ήταν αποφασισμένη να κάνει κάτι για αυτό. Για τα επόμενα 13 χρόνια, κίνησε θεούς και δαίμονες, πίεζε τις αρχές να παρέχουν ένα γηροκομείο για τις ηλικιωμένες πρώην ιερόδουλες.
Με τη βοήθεια επιφανών καλλιτεχνών, γειτόνων αλλά και συναδέλφων τους έπεισε. Ένα μεγάλο κτίριο του 18ου αιώνα , λίγα μέτρα από την Plaza Loreto, δόθηκε σε αυτές τις περιθωριοποιημένες γυναίκες.
Εκείνη θυμάται τα συναισθήματα των γυναικών την πρώτη μέρα που μπήκαν στο κτίριο, το 2006. «Ήταν μια μοναδική εμπειρία, όλες κλαίγαμε από χαρά, γελούσαμε και φωνάζαμε. Τώρα έχουμε ένα σπίτι!»
Το ονόμασαν Casa Xochiquetzal. Πήρε το όνομά του από την θεότητα των Αζτέκων, η οποία συμβόλιζε τον έρωτα και τις γυναίκες. Εκεί ζούνε, μαγειρεύουν, κοιμούνται, κάνουν παρέα, ακούνε μουσική, έχουν ιατρική περίθαλψη αλλά και ψυχολογική υποστήριξη.
Το δωμάτιο της Marbella Aguilar είναι γεμάτο βιβλία. «Το βιβλίο ήταν η μοναδική μου διέξοδος από τότε που ήμουν 9 ετών» λέει.
Οι γονείς της την έδιωξαν από το σπίτι όταν ήταν ακόμα παιδί. Ευτυχώς για εκείνη την βρέθηκε στο δρόμο της μία γυναίκα και την πήρε υπό την προστασία της αλλά λίγα χρόνια αργότερα πέθανε, και η Aguilar σε ηλικία 16 ετών έπρεπε να βρει ένα τρόπο να πληρώσει το νοίκι και τις σπουδές της.
Αναγκάστηκε, όπως λέει η ίδια να πουλάει το κορμί της αφού δεν της είχε μείνει κάτι άλλο να κάνει.
Κάνοντας διάφορες δουλειές αλλά και ως ιερόδουλη, η Aguilar κατάφερε να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά. Όμως όταν ένα από αυτά πέθανε από λευχαιμία εκείνη έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Δεν μπορούσε να δουλέψει και μην μπορώντας να πληρώσει ούτε το νοίκι την πέταξαν έξω από το σπίτι της. Βρήκε καταφύγιο στον οίκο ευγηρίας Casa Xochiquetzal και τώρα βγάζει τα προς το ζην πουλώντας κοσμήματα στις κοντινές αγορές.
«Το σπίτι αυτό μου δίδαξε ότι η ζωή μου αξίζει και ότι είμαι αξιοπρεπής όπως κάθε γυναίκα. Τώρα μπορώ να πω ότι μια γυναίκα μπορεί να χάσει την τιμή της αλλά ποτέ την αξιοπρέπειά της».
Αυτό που την πικραίνει είναι ότι τα άλλα δύο της παιδιά δεν της μιλάνε.
Αυτή τη στιγμή στο Casa Xochiquetzal ζουν 25 ηλικιωμένες ή άστεγες γυναίκες από 55 έως 80 χρονών. Κάποιες από αυτές έχουν συνταξιοδοτηθεί, κάποιες συνεχίζουν να εργάζονται στους δρόμους.
Τα τελευταία 11 χρόνια, περισσότερες από 250 ιερόδουλες έχουν βρει κατά καιρούς καταφύγιο στο συγκεκριμένο γηροκομείο όμως τα πράγματα είναι κάπως δύσκολα γιατί η επιχορήγηση από την κυβέρνηση έχει κοπεί αρκετά και ης συντήρησή του σπιτιού, όπως εξηγεί η Munoz στηρίζεται καθαρά σε δωρεές.
Όμως και η συγκατοίκηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Καταρχήν οι γυναίκες είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Κατά δεύτερον, οι γυναίκες αυτές συναγωνίζονταν μεταξύ τους στους δρόμους για να κλέψουν η μια τον πελάτη της άλλης. Πώς είναι δυνατόν τώρα να συγκατοικούν. Και αν και αναγκάζονται να το κάνουν, είναι πραγματικά εξαιρετικά δύσκολο.
«Σημασία έχει όμως ότι ποτέ ξανά δεν θα βρεθούν παραμελημένες στους δρόμους. Αξίζουμε ένα μέρος που να περνάμε τις τελευταίες μέρες της ζωής μας με αξιοπρέπεια και ηρεμία» λέει η Munoz.