Έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Εκατομμύρια Έλληνες μεγάλωσαν και μεγαλώνουν ακόμα με την προσμονή της αρχοντικής του παρουσίας και την εύστοχης ατάκας του που σκορπούσε γέλιο αλλά και δάκρυ, όταν έβγαινε χωρίς δεύτερη σκέψη από το το στόμα του.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος με τις εμμονές του αλλά συγχρόνως ήταν και ένα πνεύμα που δεν μπήκε ποτέ σε καλούπι, που έφτιαξε τους δικούς του κανόνες και κέρδισε με πάθος μια θέση στο πάνθεον της ελληνικής υποκριτικής.
Δείτε επίσης: Μα ποιος είναι ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ο μπάρμπας; Μυστήριο με ίδιο κάδρο σε πολλές παλιές ελληνικές…
Γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913 στην Αθήνα. Προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, η οποία διέθετε ένα κοσμηματοπωλείο στην οδό Βουκουρεστίου στο Κολωνάκι. Ο πατέρας του πέθανε στα 35 του χρόνια από καρδιακή ανακοπή. Η μητέρα του αναγκάστηκε να μεγαλώσει μόνη της τα τρία παιδιά τους, τον Λάμπρο, την Σάσα και την Μήτση. Μεγαλώνοντας ο Λάμπρος έδειξε μια μεγάλη κλίση στο αθλητισμό. Έγινε αθλητής στην πολυαγαπημένη του ΑΕΚ και αγωνίστηκε ως τερματοφύλακας στην Β’ ομάδα.
Η Σχολή Υπαξιωματικών στην Κέρκυρα
Η οικογένειά του είχε ένα όνομα και ένα κύρος. Ήταν τότε η εποχή που τα παιδιά έπρπε να αντανακλούν στο έπακρο την φήμη και την υπόληψη της οικογένειας. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν αντιδραστικός από μικρός και η οικογένεια, ήθελε να τον μάθει να πειθαρχεί. Μετά από την επιμονή της και χωρίς την θέλησή του, κατατάχθηκε το 1930 στην Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα. Η στρατιωτική πειθαρχία δεν έκανε για τον ατίθασο 17χρονο τότε, Λάμπρο Κωνσταντάρα. Όμως εκεί γνώρισε έναν άνθρωπο με τον οποίο έφτιαξε μια σχέση ζωής: Τον Οδυσσέα Ελύτη.
Μια μέρα αποφασίζει να δραπετεύσει. Ζήτησε από τον Ελύτη (Αλεπουδέλης ακόμα τότε) να τον ακολουθήσει αλλά εκείνος τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Ο Κωνσταντάρας αποφάσισε να φέρει σε πέρας το παράτολμο σχέδιο του μόνος του. Ένα βράδυ βούτηξε στα κρύα νερά του Ιονίου και κολύμπησε μέχρι την νήσο Βίδο, στα ανοιχτά της Κέρκυρας.
Το Παρίσι της δεκαετίας του ‘30
Οι γνωριμίες της οικογένειάς του τον γλίτωσαν από το στρατοδικείο και το 1934 τον έστειλαν στο Παρίσι για να σπουδάσει χρυσοχοΐα, κάτι που επίσης δεν ήθελε. Ξενυχτούσε και έκανε ντόλτσε βίτα, περνώντας όσο καλύτερα μπορούσε σε ένα Παρίσι που τότε ήταν το κέντρο του κόσμου. Οι σπουδές μπήκαν σε δεύτερη μοίρα και η οικογενειακή επιχορήγηση κόπηκε. Όμως εκείνος επέστρεψε στο ακριβό Παρίσι και έκανε διάφορες δουλειές. Κάποια στιγμή όμως τον ανακαλύπτει κάποιος και του προτείνει να δουλέψει ως μοντέλο. Ψηλός, όμορφός και εντυπωσιακός, ο Κωνσταντάρας είχε όλα τα προσόντα γι’ αυτή τη δουλειά.
Η γνωριμία του με το θέατρο ήταν εντελώς τυχαία. Κάποιος φίλος του έπαιζε σε μια θεατρική παράσταση. Του ζήτησε να τον αντικαταστήσει. Το μόνο που θα έκανε θα ήταν να μεταφέρει την πρωταγωνίστρια εκτός της σκηνής, όταν εκείνη λιποθυμούσε. Ο Κωνσταντάρας εμφανίστηκε, πήρε την πρωταγωνίστρια στα χέρια αλλά του έπεσε. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, την ξανασήκωσε και την έβγαλε έξω από την σκηνή. Ο σκηνοθέτης της παράστασης έμεινε τόσο εντυπωσιασμένος από την ψυχραιμία του, που του πρότεινε να μαθητεύσει δίπλα του. Μέχρι τον Β ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είναι μέσα στους 5 πιο υποσχόμενους ηθοποιούς του γαλλικού θέατρου.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1938 για να υπηρετήσει στον στρατό. Αποπειράθηκε να παίξει στο ελληνικό θέατρο και αρχικά οι κριτικές που πήρε δεν ήταν και τόσο καλές. Η φινέτσα του και το παράστημά του ξένισε το κοινό. Μετά από δυο χρόνια ήρθε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Ο Κωνσταντάρας φεύγει για το μέτωπο. Αυτή τη φορά πήγε να πολεμήσει με ενθουσιασμό στην πρώτη γραμμή, μαζί με τον φίλο του, Οδυσσέα Ελύτη. Εκεί θα τραυματιστεί και ο Ελύτης θα τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Έχει ένα θραύσμα από σφαίρα στο γοφό που θα τον ταλαιπωρεί για όλη του την ζωή.
Το 1941 θα γνωρίσει την Γιούλη Γεωργοπούλου, εν μέσω της γερμανικής κατοχής. Θα την παντρευτεί το 1945. Η σχέση τους ήταν θυελλώδης. Απέκτησαν ένα γιο, τον μετέπειτα γνωστό δημοσιογράφο, Δημήτρη Κωνσταντάρα. Χώρισαν πολύ γρήγορα. Ο έρωτάς του για την θεατρίνα, Άννα Καλουτά, ήταν η κύρια αιτία.
Μετά από περίπου 8 χρόνια σχέσης, χώρισαν. Ο Κωνσταντάρας συνεχίζει και παίζει σε δραματικούς ρόλους, με τις κριτικές να γυρίζουν υπερ του. Αλλά όταν αποφάσισε να παίξει σε κωμωδίες., το κοινό τον αγάπησε και δεν θέλησε ποτέ ξανά να τον αποχωριστεί.
Η κωμωδία
Έτσι μάθαμε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Η θεατρικές παραστάσεις μένουν δυστυχώς μόνο ως αναμνήσεις και αυτό που μένει είναι το φιλμ. Πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στα 50, επέλεξε τις κωμωδίες και δεν έκανε λάθος. Γιατί έτσι έμεινε στην ιστορία. Πρωταγωνίστησε σε δεκάδες από αυτές, κάνοντας συνήθως τον εύπορο Έλληνα, που προσπαθεί να αντιμετωπίσει περίεργες καταστάσεις, βάζοντας λίγο περισσότερο πιπέρι στην ζωή του.
Η ερμηνείες του σε ταινίες όπως το «Υπάρχει και φιλότιμο», «Η γυναίκα μου τρελάθηκε», «Η χαρτοπαίκτρα», «Δεσποινίς ετών 39», «Η βίλα των οργίων», «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Ο τρελός τα ‘χει 400», «Ο τρελοπενηντάρης», «Τι 30, τι 40, τι 50» κ.α., θα τον καθιερώσουν ως έναν από τους πιο ταλαντούχους και κραταιούς κωμικούς του ελληνικού σινεμά.
Θα γνωρίσει την δεύτερη γυναίκα του την Φιλιώ, το 1961, που τότε ήταν 23 ετών. Θα την παντρευτεί δέκα χρόνια αργότερα και θα μείνει μαζί της ως τον θάνατό του.
Η προσωπική του ζωή ησύχασε με την γνωριμία του με την δεύτερη του γυναίκα. Όμως στις υπόλοιπες σχέσεις του, ο Κωνσταντάρας ήταν πάντα ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος για να τα πας καλά μαζί του. Μέχρι και χαστούκια έριχνε και μετά από λίγο τα ξεχνούσε. Έκανε αθυρόστομα αστεία και οι γυναίκες συνάδελφοί του, τα χρειάζονταν. Έβριζε συνεχώς σε βαθμό να σε κάνει να κοκκινίζεις. Το ταπεραμέντου του ήταν αξεπέραστο. Ήταν δύσκολος άνθρωπος αλλά ψυχούλα. Χειμαρρώδης αλλά αξιαγάπητος.
Το τέλος της ζωής του
Ο Κωνσταντάρας από την δεκαετία του ’70 υποφέρει από διαβήτη. Αλλά δεν πρόσεξε ποτέ την διατροφή του. Παθαίνει το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο το 1978. Μετά από αυτό δεν θα είναι ποτέ ποια ο ίδιος. Μετά το πρώτο του εγκεφαλικό πρωταγωνίστησε μόνο σε μια ταινία, «Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ», όπου φαίνεται η ταλαιπωρία που έχει υποστεί. Το 1983, θα πάθει και δεύτερο εγκεφαλικό, το οποίο του δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην ομιλία. Περνάει τα τελευταία του χρόνια στην Βάρκιζα. Τα τελευταία δυο χρόνια της ζωής του καθηλώνεται σε μια καρέκλα και απομονώνεται. Δεν ήθελε κανένας να πάει να τον δει σε αυτήν την κατάσταση.
Στις 28 Ιουλίου του 1985, σε ηλικία 72 ετών, Ο σπουδαίος κωμικός, που έπαιζε εξαιρετικά και σε δράμα και που είχε μια εξαίσια φωνή, έφυγε από την ζωή, βυθίζοντας σε πένθος ολόκληρη την Ελλάδα. Η ζωή του ήταν επεισοδιακή, θυελλώδης και ανατρεπτική, όπως ήταν και ο ίδιος από μικρή ηλικία. Δεν έκατσε ποτέ ήσυχος, δεν μπήκε ποτέ σε καλούπι και έζησε μια ζωή που κυριολεκτικά τα είχε όλα: καριέρα, έρωτα, φιλίες, συγκινήσεις, ταξίδια. Ο άρχοντας του ελληνικού σινεμά, ήταν πάνω απ’ όλα ένας bon viveur, που θεωρούσε, όπως έλεγε και στις ταινίες του, πως όλα στην ζωή είναι ένα γλέντι. Κι έτσι πρέπει να είναι…