Ήταν μια κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί πρόσφατα και ένα βράδυ θα πήγαινε να κοιμηθεί στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της. Τη συμβούλεψε λοιπόν η μάνα της.
– Τώρα που θα πας στον αρραβωνιαστικό σου αυτός σίγουρα θα θελήσει να κοιμηθείτε μαζί. Αυτό, παιδί μου, δεν είναι και τόσο κακό. Αν όμως εκεί που θα σε φιλάει σου πιάσει το στήθος εσύ να του πεις: «Μη εδώ έχει αγκάθια και τσιμπάει.» Αν σε πιάσει πιο κάτω να του πεις: «Εδώ είναι φούρνος και καίει.» Κατάλαβες τι θα κάνεις κόρη μου;
– Κατάλαβα, απάντησε η κόρη.
Το βράδυ λοιπόν πήγε η κοπέλα στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της κι όταν εκεί που τη φιλούσε προχώρησε το χέρι του και της έπιασε το στήθος αυτή του είπε:
– Μην με πιάνεις εδώ. Εδώ έχει αγκάθια και θα τσιμπηθείς.
Όταν πήγε να την πιάσει πιο κάτω του είπε πάλι:
– Μην με πιάνεις ούτε εδώ. Εδώ είναι φούρνος και θα καείς.
Τότε της είπε αυτός:
– Ωραία, έχω ένα λουκάνικο να ψήσω.
Την άλλη μέρα πήγε η κοπέλα στην μαμά της κι εκείνη την ρώτησε:
– Τι έγινε κόρη μου; Έκανες ότι σου είπα;
– Ότι μου είπες έκανα μάνα. Αλλα όταν του είπα ότι εδώ είναι φούρνος και καίει μου είπε ότι είχε ένα λουκάνικο να ψήσει.
– Και τι έγινε κόρη μου; ρώτησε ταραγμένη η μάνα.
– Τι να σου πω, ρε μάνα. Έγινε κάτι πολύ παράξενο. Όλη νύχτα έψηνε το λουκάνικο και το πρωί μου το δώσε ωμό να το φάω.