Εαν υπάρχει ένας επιχειρηματίας του οποίου ο λόγος έχει μια κάποια ειδική βαρύτητα στα χρόνια της κρίσης αυτός δεν είναι άλλος από τον Απόστολο Βακάκη των Jumbo. Της μοναδικής στο μέγεθος της εταιρείας η οποία καταφέρνει να βγει αλώβητη από την ύφεση και την κατακόρυφη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης των Ελλήνων. Δεν υπήρχε χρονιά από το 2010 και μετά που η Jumbo να μην αύξανε τζίρο και κέρδη (σ.σ. ως προς τα κέρδη η μόνη χρονιά που είχε πτώση ήταν το 2013 και αυτό λόγω του «κουρέματος» καταθέσεων που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου). To «κράζεις – θαυμάζεις», που ήταν για μία περίοδο το σλόγκαν της ταιριάζει γάντι και για το μοντέλο επιχείρησης που έχει χτίσει ο «τρομοκρατημένος» από το σκηνικό που διαμορφώνεται στην αγορά κ. Βακάκης.
Κατά την διάρκεια της ετήσιας παρουσίασης της εταιρείας στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών, του δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει τις θέσεις του για όσα τον ανησυχούν, τα οποία δεν είναι και λίγα. Αφήνουμε εκτός τα πιο μακρινά, όπως τους φόβους του για τις αναταραχές και την αύξηση του κόστους που μπορεί να έχει μία προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Κίνας και θα επικεντρωθούμε με τα πιο «δικά μας».
Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι αυτή την στιγμή στον ιδιωτικό τομέα και έχει αγνοηθεί πλήρως, ενώ ο δημόσιος τομέας ρουφάει σαν τσιμπούρι τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος ασθενεί.
Ο κ. Βακάκης χαρακτήρισε την περίπτωση της Ελλάδας ειδική «γιατί αντί να πάμε προς την λογική αντιμετώπιση των προβλημάτων, πάμε προς την άρνηση της ασθένειας και όσο ακολουθούμε το δρόμο της άρνησης οδεύουμε προς τον θάνατο. Θα πρέπει σίγουρα να ληφθούν οι δόσεις και να πέσουν λεφτά στην αγορά, να γίνουν κινήσεις που θα δημιουργήσουν στοιχειώδη αισιοδοξία, ωστόσο αυτή η αυτονόητη κατεύθυνση που θα έπρεπε να πάρουμε είτε κωλυσιεργεί είτε αδρανεί. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι αυτή την στιγμή στον ιδιωτικό τομέα και έχει αγνοηθεί πλήρως, ενώ ο δημόσιος τομέας ρουφάει σαν τσιμπούρι τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος ασθενεί. Η πολιτική είναι χωρίς κατεύθυνση από την πλευρά της κυβέρνησης, και το ίδιο από την πλευρά της αντιπολίτευσης, με τα μέτρα που προτείνονται από όλες τις πλευρές να κρίνονται ανεπαρκή».
Από το στόχαστρο του δεν ξέφυγε ούτε το deal της χρονιάς Σκλαβενίτη – Μαρινόπουλου το οποίο χαρακτήρισε «ότι ήταν η χειρότερη επιλογή» και «λογικές ακροβασίες» από την οικογένεια Σκλαβενίτη «η οποία μάλλον πήρε τα λάθος χάπια» εξηγώντας ότι δεν μπορεί να κατανοήσει για παράδειγμα πως μία αλυσίδα η οποία χωρίς καθόλου διαφήμιση και έχτισε την φήμη της από στόμα σε στόμα τόσα χρόνια, εξαγοράζει μία αλυσίδα η οποία είναι εντελώς διαφορετικής εμπορικής φιλοσοφίας και κουλτούρας.
Παράλληλα ανέφερε ότι «κινήσεις όπως η διάσωση της Μαρινόπουλος επιταχύνουν τον αποπληθωρισμό και την πίεση προς τα κάτω, γιατί η οικονομία θα πρέπει να λειτουργεί με όρους ελεύθερης αγοράς. Στην πράξη επιδοτούνται νεκρές καταστάσεις, επιδοτείται δηλαδή η αύξηση δικτύων, σε μία περίοδο που τα μερίδια της αγοράς συρρικνώνονται και η τάση είναι προς τα κάτω. Πριμοδοτούμε λοιπόν ημιθανείς καταστάσεις, χωρίς συνθήκες ελεύθερης οικονομίας. Οι κινήσεις αυτές θα οδηγήσουν σε πόλεμο τιμών, άρα συγκράτηση των περιθωρίων κέρδους και τις επιχειρήσεις. Οι κακές επιλογές επηρεάζουν όλη την αγορά – ακόμη και εμάς που δεν είμαστε στον ίδιο ακριβώς χώρο – έστω και αν βραχυπρόθεσμα αυτό βγει υπερ του καταναλωτή με συμπίεση – προσωρινά – των τιμών».