Είτε εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας είτε όχι, οι Ευρωπαίοι περιμένουν μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου η όποια ελληνική κυβέρνηση να υπογράψει τους όρους του MoU, δηλαδή του νέου μνημονίου που θα μας βάλει στην πιστωτική γραμμή ενισχυμένων όρων (ECCL) και θα εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της χώρας, την αποφυγή της πτώχευσης και την παραμονή μας στο ευρώ
Αν λοιπόν εκλεγεί Πρόεδρος, ο Αντώνης Σαμαράς θα πρέπει να προχωρήσει σε μια μίνι (επειδή ήδη διαπραγματεύεται πολύ καιρό) διαπραγμάτευση με την τρόικα, να κλείσει τη συμφωνία και να προχωρήσει στο νέο μνημόνιο.
■ Αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος όμως, τι γίνεται;
Τα χρονικά περιθώρια είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Θα φάμε τον Ιανουάριο με εκλογές και αν υπάρξει κυβέρνηση μέχρι να ορκιστεί και να κάνει προγραμματικές δηλώσεις, θα έχει δύο εβδομάδες μέχρι τo τέλος Φεβρουαρίου για να διαπραγματευτεί.
■ Τι ακριβώς θα διαπραγματευτεί η επόμενη κυβέρνηση;
Οι θέσεις των πιστωτών είναι δεδομένες, τις ξέρουμε και συνοψίζονται στα πλεονάσματα του 2015 και του 2016, στα χαμηλά φορολογικά έσοδα, στον ΦΠΑ, στο Ασφαλιστικό και στα Εργασιακά. Θεωρούν ότι ο Προϋπολογισμός μας δεν στέκει, ότι έχουμε ένα δημοσιονομικό κενό 2,5 δισ. ευρώ (μέχρι σήμερα) και ενδεχομένως θα πουν ότι αυτό αυξήθηκε λόγω των εκλογών και έφτασε τουλάχιστον στα 3,5 δισ. εξαιτίας της καθυστέρησης στην είσπραξη των φόρων κατά την προεκλογική περίοδο. (Ηδη ο υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Μαυραγάνης είπε στη Βουλή ότι οι εκλογές θα καθυστερήσουν τις εισπράξεις των φόρων κατά 1 δισ. ευρώ.)
Υπό αυτές τις συνθήκες, η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους ακόμη και για τον κ. Αντώνη Σαμαρά θα είναι δυσκολότερη απ’ ό,τι ήταν για δε τον ΣΥΡΙΖΑ, σε περίπτωση που σχηματίσει κυβέρνηση, θα είναι ακόμη δυσκολότερη διότι θα πρέπει να ξεκινήσει από άλλη βάση. Ή, μάλλον, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση από άλλη βάση, δηλαδή θα πει στους Ευρωπαίους ότι δεν θα έχουμε πλεονάσματα, αλλά δεν θα έχουμε ούτε έλλειμμα και ότι για να προχωρήσουμε σε συμφωνία μαζί τους θα πρέπει να μας κουρέψουν το χρέος. Αυτή είναι η βασική γραμμή διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν σε αυτή τη βάση, θεωρούν ότι άλλα έχουμε συμφωνήσει και ότι μιλάνε με μία χώρα (την Ελλάδα) και όχι με δύο πολιτικούς (Σαμαρά ή Τσίπρα) και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα συζητήσουν απολύτως τίποτα. Το μόνο που ενδέχεται να δεχτούν, που και αυτό μάλλον δεν θα το δεχτούν, είναι να παρατείνουν το μνημόνιο για ένα εξάμηνο μέχρις ότου βρούμε μια λύση μεταξύ μας. Ακόμη, όμως, και να θέλουν να το κάνουν αυτό, πρέπει να πάρουν την έγκριση των κοινοβουλίων όλων των χωρών της Ευρώπης, πράγμα που δεν είναι καθόλου βέβαιο. Με λίγα λόγια, αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο τελευταίος αν επιμένει να διαπραγματευτεί σε νέους όρους, δεν προλαβαίνει.
■ Τι απαντά σε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ;
Οτι έχει άλλες λύσεις για να διατηρήσει τη ρευστότητα στη χώρα, τις οποίες τελικά περιγράφει ο «άτυπος» Συριζαίος, καθηγητής Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος δηλώνει στο «ΘΕΜΑ»: «Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι έτοιμη στην περίπτωση τέτοιας απειλής να πει “όχι”, έχοντας ήδη προετοιμάσει μέτρα για τη διατήρηση της ρευστότητας κατά τη διάρκεια της σκληρής, πραγματικής διαπραγμάτευσης που θα ακολουθήσει. Και το πιο σημαντικό: αν η ελληνική κυβέρνηση είναι προετοιμασμένη να αντισταθεί, έχει τον ελληνικό λαό με το μέρος της και διαθέτει μέσα διατήρησης της ρευστότητας για ένα χρονικό διάστημα, η ΕΚΤ δεν θα τολμήσει να κάνει πράξη την απειλή της – ούτε καν να την εκστομίσει».
Αυτή η εσωτερική χρηματοδότηση μεταφράζεται σε εκδόσεις εντόκων γραμματίων και ομολόγων που θα πουληθούν στις ελληνικές τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία υποχρεωτικά (παίρνοντας δηλαδή τα διαθέσιμά τους) και ενδεχομένως σε φόρο επί των καταθέσεων, ίσως και σε άλλους έκτακτους φόρους. Θεωρούν επίσης στον ΣΥΡΙΖΑ ότι λεφτά υπήρχαν στο ταμείο, αλλά χάθηκαν επειδή τους τελευταίους μήνες δεν μας έδωσαν τις δόσεις οι Ευρωπαίοι και αναγκάστηκε η κυβέρνηση να πάρει ήδη 1,25 δισ. ευρώ με έκδοση εντόκων γραμματίων που αγοράστηκε υποχρεωτικά από τις τράπεζες. Σημειώνεται εδώ ότι πολλοί τραπεζίτες θεωρούν παράτυπη τη χρηματοδότηση του Δημοσίου με την υποχρεωτική πώληση στις τράπεζες εντόκων γραμματίων και ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί ο Μάριο Ντράγκι, ως επικεφαλής του ευρωσυστήματος, να την απαγορεύσει.
Ούτε όμως τα 11,5 δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα υπάρχουν στο δημόσιο ταμείο αν φύγουμε από το πρόγραμμα, δηλαδή μετά το τέλος Φεβρουαρίου, ούτε θα γίνει διευκόλυνση της ΕΚΤ προς το τραπεζικό σύστημα εφόσον δεν θα είμαστε πλέον σε πρόγραμμα (ισχύει μόνο για τις χώρες που είναι), ούτε τη νομισματική χαλάρωση που θεωρούμε ότι θα κάνει ο κ. Ντράγκι θα τη δικαιούμαστε εφόσον δεν θα είμαστε σε κάποιο πρόγραμμα.
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα like στη σελίδα μας