Σας αρέσει το τζιν τόνικ και προτιμάτε να πίνετε τον καφέ σας σκέτο; Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πως έχετε ψυχοπαθητικές τάσεις. Οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν πως τα άτομα που προτιμούν τις πικρές γεύσεις έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σημάδια μακιαβελισμού, σαδισμού αλλά και ναρκισσισμού. Δηλαδή, ήταν πιο επιρρεπείς στο να είναι διπρόσωποι, ιδιοτελείς, εγωιστές και πιθανότατα να αντλούν ευχαρίστηση από τον πόνο του άλλου.
Τα ευρήματα της έρευνας παρέχουν μια «πρώτη εμπειρική ένδειξη πως η πικρή γεύση συνδέεται με »σκοτεινά» χαρακτηριστικά της προσωπικότητας», σύμφωνα με τους επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Ινσμπουργκ της Αυστρίας, οι οποίοι μελέτησαν 1000 άτομα σε δύο ξεχωριστά πειράματα.
Για το πρώτο πείραμα, χρησιμοποιήθηκαν 500 άτομα, άνδρες και γυναίκες, στους οποίους δόθηκε ένας μακροσκελής κατάλογος τροφίμων με ίσο αριθμό αλμυρών, γλυκών, ξινών και πικρών τροφών. Από κέικ σοκολάτας και μπέικον μέχρι ξύδι και κακάο.
Τους ζητήθηκε, λοιπόν, να βαθμολογήσουν το πόσο τους αρέσει καθένα από αυτά σε μια κλίμακα από των έξι βαθμών.
Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι είχαν μια μέση ηλικία τα 35 έτη, έπειτα συμπλήρωσαν τέσσερα διαφορετικά ερωτηματολόγια προσωπικότητας. Στο πρώτο βαθμολογήθηκε η επιθετικότητά τους, στο δεύτερο το πόσο έντονα διαφωνούν ή συμφωνούν με τους άλλους. Στο τρίτο απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με τις διαστάσεις της προσωπικότητάς τους, όπως η εξωστρέφεια, η ευσυνειδησία και η συναισθηματική σταθερότητα, ενώ στο τέταρτο αξιολογήθηκαν οι τάσεις προς τον «καθημερινό σαδισμό». Αυτό περιελάμβανε βαθμολόγηση με κλίμακα για το αν συμφωνούν με προτάσεις όπως «Μου αρέσει να βασανίζω ανθρώπους» και «Ο εμπαιγμός κάποιου είναι διασκεδαστικός».
Ενα παρόμοιο πείραμα έγινε και στην επόμενη ομάδα ατόμων, από το οποίο και επιβεβαιώθηκαν τα ευρήματα του πρώτου.
Αν και οι μελετητές δεν εξέτασαν γιατί οι άνθρωποι προτιμούν τις πικρές τροφές, υποστηρίζουν πως είναι κάτι που τους εξιτάρει. Για τους ανθρώπους με σαδιστικές τάσεις, η κατανάλωση τροφίμων με πικρή γεύση συγκρίνονται με μια βόλτα σε rollercoaster, σημειώνει η συγγραφέας Christina Sagioglou.