Με το μνήμα της…
να είναι τόπος προσκυνήματος νεοναζί και νοσταλγών του Γ’ Ράιχ, η καλοσυνάτη Κλάρα Χίτλερ αγαπούσε τόσο τον γιο της που ήταν διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για αυτόν.
Όπως συμφωνούν όλοι οι ιστορικοί και οι βιογράφοι του μοχθηρού τέρατος, η μητέρα του Αδόλφου ήταν μια απλή γυναίκα που ήθελε απλώς να αναθρέψει με αγάπη τα παιδιά της. Μήπως όμως αυτή η τυφλή ανοχή στις ιδιοτροπίες του μικρού Χίτλερ ήταν αυτή που έθεσε τις βάσεις για την εξέλιξή του σε έναν εγωμανή ηγέτη που έφτασε να ισχυριστεί πως ήταν ο μεγαλύτερος Γερμανός όλων των εποχών;
Αυτό έχουν ισχυριστεί πράγματι αρκετοί ψυχολόγοι, παραθέτοντας την αδυναμία του Αδόλφου να αγαπήσει άλλους ανθρώπους, αν και για άλλους δεν είναι παρά μια άδικη κρίση, ισχυριζόμενοι πως η γονεϊκή συμπεριφορά δεν μπορεί να ευθύνεται για όλη την κατοπινή εξέλιξη του παιδιού. Η Κλάρα είχε χάσει εξάλλου τρία παιδιά πριν γεννηθεί ο Αδόλφος και ήταν φυσικό να ρίξει πάνω του όλη τη μητρική στοργή της.
Τον μικρό Χίτλερ τον βάρυνε σαφώς ο θάνατος των τριών αδερφών του και μεγάλωσε αναγκαστικά στη σκιά τους. Όπως μας λένε εξάλλου οι βιογράφοι του, ο Αδόλφος ανέπτυξε μια συμβιωτική σχέση με τη μητέρα του, η οποία θα έδινε αργότερα τη θέση της στην ανάγκη του για καθολική αποδοχή, θαυμασμό και έπαινο.
Αρκετοί ψυχολόγοι μάλιστα, κρίνοντας ψυχαναλυτικά την ανάπτυξη του Αδόλφου, διαβλέπουν ακόμα και ασύνειδα εχθρικά αισθήματα του μικρού προς τη μητέρα του, η οποία στα μάτια του δεν τον προστάτευσε από τον αυταρχικό και άδικο πατέρα του. Ήταν αυτή η σχέση μάνας και γιου, μας λένε, που καθόρισε τα πρότυπά του περί θηλυκότητας αλλά και αναφορικά με τον ίδιο τον κόσμο. Κάτι που δεν κρύβει και ο ίδιος στον «Αγώνα μου», όταν παρομοιάζει την πλατιά μάζα με μια γυναίκα. Όλοι πάντως αποδέχονται πως η Κλάρα επηρέασε τον γιο της σε πολλές απόψεις και έπαιξε τον δικό της ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Άλλοι πάλι εντοπίζουν ακόμα και το απύθμενο μίσος του Χίτλερ για τους εβραίους στον εβραίο γιατρό της Κλάρας που την κούραρε για τον καρκίνο του μαστού που την κατέτρωγε. Την ώρα που διατηρούσε αισθήματα ευγνωμοσύνης για τον δρα Μπλοχ, πίστευε ενδόμυχα ότι οι θεραπείες του (ιωδοφόρμιο) τη δηλητηρίαζαν, φέρνοντάς τη κοντύτερα στον θάνατο.
Όταν εκείνη πέθανε στα 47 της, ο 18χρονος Χίτλερ άλλαξε μια για πάντα και δεν συγχώρεσε ποτέ τον εβραίο κομπογιαννίτη που τη σκότωσε. Αυτά δεν είναι βέβαια παρά θεωρίες, ξέρουμε πάντως πως στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του με τον Γκέμπελς ο Χίτλερ παρομοίαζε τους εβραίους με τη φυματίωση και τον καρκίνο, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του θεραπευτή που έπρεπε να γιατρέψει την κοινωνία από τη νόσο.
Όσο μελάνι κι αν χυθεί όμως για τη χωριατοπούλα που παντρεύτηκε στα 25 της τον 48χρονο και ευκατάστατο δημόσιο υπάλληλο Αλοΐσιο Χίτλερ, η πραγματική συνεισφορά της (ή όχι) στο μεγάλωμα ενός τέρατος θα παραμείνει αντικείμενο εικασίας…
Πρώτα χρόνια
Η Κλάρα Πέλτσλ γεννιέται στις 12 Αυγούστου 1860 στο αγροτικό Σπιτάλ της Αυστρίας ως η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες που είχαν απομείνει στη ζωή από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας του Γιόχαν Πέλτσλ και της Γιοχάνα Χίντλερ. Η μικρή μεγάλωσε στη σκληρά εργαζόμενη αυτή κοινότητα χωρικών της Κάτω Αυστρίας, «χώρα των δασών» την έλεγαν, με τους φτωχούς κατοίκους να καλλιεργούν το έδαφος, να κόβουν ξύλα και να προσπαθούν να επιζήσουν στη στέρφα γη.
Ο πατέρας της Γιοχάνα (και παππούς της Κλάρα), Γιόχαν Χίντλερ (ή Χίτλερ), περιπλανώμενος μυλωνάς στο επάγγελμα, παντρεύτηκε κάποια στιγμή τη Μαρία Σικλγκούμπερ και πήρε το νόθο παιδί της, Αλοΐσιο, υπό την προστασία του, δίνοντάς του κάποια στιγμή επισήμως το επίθετό του.
Ο Αλοΐσιος έγινε θείος της Κλάρα και μεγάλωσε στο ίδιο σπιτικό με τη μητέρα της, Γιοχάνα, καθώς υιοθετήθηκε τελικά από τον αδερφό του Γιόχαν Χίντλερ (επίσης Γιόχαν). Ο Αλοΐσιος πήρε το επίθετο «Χίντλερ» («Χίτλερ», μιας και όλοι ήταν εντελώς αγράμματοι και δεν ασχολούνταν με τέτοιες τυπικότητες) σε προχωρημένη ηλικία (1877), λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του δικού του γιου, Αδόλφου…
Επιστρέφοντας στην Κλάρα, ήταν στα 16 της (1876) όταν την προσέλαβε ο θείος Αλοΐσιος ως υπηρέτρια, τρία χρόνια μετά τον γάμο του με την πρώτη του σύζυγο. Η μικρή έφυγε από το πατρικό της και πήγε να ζήσει ως παραδουλεύτρα στην οικία του Αλοΐσιου, ο οποίος από μπαλωματής είχε χτυπήσει τώρα φλέβα χρυσού: η πρώτη του σύζυγος, 14 χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας και τον έμπασε έτσι στα μεγάλα σαλόνια.
Τώρα ήταν τελωνειακός υπάλληλος, πήγαινε στο σχολείο και είχε ένα καλό όνομα στην τοπική κοινωνία. Η Άννα πέθανε το 1883 και έξι βδομάδες αργότερα ο Αλοΐσιος παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, τη μέχρι πρότινος οικιακή τους βοηθό, η οποία πέθανε ωστόσο σε λιγότερο από έναν χρόνο από φυματίωση. Ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο, ο Αλοΐσιος δεν έχασε τον χρόνο του και τρεις μήνες μετά τον θάνατό της παντρεύτηκε την τρίτη του γυναίκα, αυτή τη φορά την ανιψιά του Κλάρα (7 Ιανουαρίου 1885).
Η Κλάρα δεν ζούσε συνεχώς στο σπίτι του Αλοΐσιου, καθώς τον ίδιο τον συμπαθούσε από την αρχή, την πρώτη του σύζυγο όμως τη σιχαινόταν. Κι έτσι έκανε κάτι αδιανόητο για τα χρηστά ήθη της εποχής: το έσκασε και πήγε στην Αυστρία! Εκεί δούλεψε ως μοδίστρα και πέρασε γύρω στα δέκα χρόνια. Όλοι απόρησαν όταν την είδαν να επιστρέφει στη γενέτειρά της, καθώς πια ήταν μια δυναμική γυναίκα που δεν θύμιζε σε τίποτα το κοριτσάκι που το είχε σκάσει. Δεν θα έμενε βέβαια για πολύ στο πατρικό της, καθώς ο γείτονας και θείος Αλοΐσιος την είδε, θυμήθηκε τη μικρή που είχε υπηρέτρια πριν από 15 χρόνια και τη φλέρταρε ανοιχτά. Κι έτσι παντρεύτηκαν. Λόγω μάλιστα της συγγένειάς τους, έπρεπε να εκδοθεί ειδική επισκοπική άδεια για τον γάμο τους.
Ο Αλοΐσιος είχε δύο νόθα παιδιά από τη δεύτερη σύζυγό του (όταν ήταν ακόμα απλώς η παραδουλεύτρα του), τα οποία μεγάλωνε πια η Κλάρα. Τα δικά τους παιδιά δεν θα ήταν τόσο τυχερά. Ο πρώτος τους γιος, Γκούσταβ, γεννήθηκε πέντε μήνες μετά τον γάμο τους και έναν χρόνο μετά η κόρη τους. Και τα δύο παιδιά πέθαναν από την επιδημία διφθερίτιδας που χτύπησε τον χειμώνα του 1886-1887. Ένα τρίτο παιδί, ο Ότο, γεννήθηκε το 1887, πέθανε ωστόσο κι αυτό σε τρυφερή ηλικία. Το τέταρτο παιδί τους, που ονόμασαν Αδόλφο, γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1889.
Το 1892, Αλοΐσιος, Κλάρα και Αδόλφος μετακόμισαν στο Πάσαου της Βαυαρίας, όπου πέρασαν τα επόμενα δύο χρόνια. Εκεί θα γεννηθεί ο Έντμουντ και η Πάουλα, αν και ο Έντμουντ θα πεθάνει το 1900 χτυπημένος από ιλαρά. Από τα έξι παιδιά της οικογένειας, έζησαν μόλις τα δύο.
Το 1895, όταν ο Αδόλφος ήταν έξι χρονών, ο 56χρονος πατέρας του συνταξιοδοτήθηκε από τα κρατικά αξιώματά του και περνούσε πλέον τον καιρό του αγοράζοντας και πουλώντας κτήματα, ασχολούμενος με τα μελίσσια του και ξοδεύοντας το βιος του σε ποτό και ακολασίες. Για τη γυναίκα του ήταν ένας κακός σύζυγος και για τα παιδιά του ένας αυταρχικός πατέρας. Δήλωνε εξάλλου ευθαρσώς στα γλεντοκόπια του δυστυχισμένος από τους τρεις αποτυχημένους γάμους του.
Ο πατέρας του Αδόλφου ήταν σκληρός και δύστροπος άνθρωπος, που διαπνεόταν από τυραννικά ένστικτα. Πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο στον κτηνώδη τρόπο με τον έβλεπε ο γιος του τη ζωή. Τον περισσότερο καιρό του τον ξόδευε τώρα στο πανδοχείο του χωριού, μεθοκοπώντας, γκρινιάζοντας και καυχησιολογώντας. Πολύ συχνά, ο νεαρός Χίτλερ ήταν αναγκασμένος να κουβαλάει τον μισομεθυσμένο πατέρα του στο σπίτι, γι’ αυτό και δεν έβαλε ποτέ γουλιά αλκοόλ στο στόμα του.
Αυτός ο πεισματάρης και οξύθυμος άντρας ήταν ωστόσο το αφεντικό του σπιτιού. Τα λόγια του ήταν νόμος, όπως θα ήταν και τα λόγια του γιου του λίγα χρόνια αργότερα, μόνο που στη δική του περίπτωση το κοινό του θα ήταν ολόκληρη η Γερμανία. Ο Αδόλφος δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει και δοκίμαζε συχνά το μπαστούνι ή τη ζώνη του Αλοΐσιου.
Η καθημερινότητα στο σπίτι ήταν μια διαρκής μάχη μεταξύ πατέρα-γιου, καθώς ο Αλοΐσιος τον έβριζε και τον ταπείνωνε διαρκώς και εκείνος αντιδρούσε βίαια. Ο πατέρας ήθελε να τον κάνει δημόσιο υπάλληλο, η μητέρα ιερέα και εκείνος ήθελε να γίνει καλλιτέχνης.
Για την Κλάρα όμως, την ήσυχη, τίμια, εργατική και αξιοπρεπή μητέρα, ο Αδόλφος ήταν το αγαπημένο της παιδί, το καμάρι της. Κάτι που αναγνώριζε και ο ίδιος ισχυριζόμενος πως ήταν «η αγάπη της μαμάς». Την αγαπούσε, όσο ήταν βέβαια ικανός να αγαπήσει κάποιον, τη χρησιμοποιούσε ωστόσο για να πετύχει τους σκοπούς του, μιας και μπορούσε εύκολα να της επιβληθεί.
Οι βιογράφοι του Χίτλερ λένε πως παρόλη την αγάπη της Κλάρα, ο Αδόλφος ήταν ένα δυστυχισμένο και μνησίκακο παιδί. Μισούσε θανάσιμα τον πατέρα του, αν και έμαθε από αυτόν ότι ο δυνατός έχει πάντα δίκιο. Η Κλάρα ήταν απλή μεν, συμπαθητική δε γυναίκα, όπως βεβαίωσε χρόνια αργότερα ο δρ Μπλοχ.
Υπάκουη, διακριτική, ήσυχη και ευλαβής ως προσωπικότητα, η μητέρα πήγαινε τακτικά στην εκκλησία, φρόντιζε το σπιτικό της και πάνω από όλα ήταν προσηλωμένη στην ανατροφή των παιδιών της και των παιδιών του άντρα της. Έδινε βέβαια μονίμως την εντύπωση μιας θλιμμένης και γεμάτης έγνοιες γυναίκας, παρά την αγάπη και την τρυφερότητα που εισέπραττε από τα παιδιά της και ιδιαιτέρως από τον Αδόλφο: «Η αγάπη προς τη μητέρα του, όσο την άφηνε να φανεί, ήταν το πιο εντυπωσιακό του χαρακτηριστικό», παρατηρούσε ο γιατρός Μπλοχ.
Την ίδια άποψη είχε και η κόρη της Πάουλα, η οποία μίλησε μεταπολεμικά για τη μητέρα της, χαρακτηρίζοντάς τη ως έναν ευγενικό και τρυφερό άνθρωπο που λειτουργούσε αντισταθμιστικά μεταξύ ενός βίαιου πατέρα και των πολύ ζωηρών παιδιών της, που ακόμα κι αυτή με δυσκολία κατάφερνε να πειθαρχήσει. Ο Χίτλερ κράτησε πάντως τη φωτογραφία της επάνω του μέχρι και τις τελευταίες μέρες του στο καταφύγιο. Το πορτρέτο της βρισκόταν εξάλλου παντού, σε όλα τα προσωπικά του διαμερίσματα στο Μόναχο, το Βερολίνο και στις Άλπεις…
Τελευταία χρόνια
Μέσα στο τεταμένο αυτό κλίμα τράβηξε ο Χίτλερ τον δρόμο του. Τον πατέρα του τον έχασε στις 3 Ιανουαρίου 1903, γυμνασιόπαις ακόμα, όταν τον χτύπησε το εγκεφαλικό στο πανδοχείο του προαστίου του αυστριακού Λιντς όπου ζούσαν τώρα, πάντα με το ποτήρι κρασί στο χέρι.
Η Κλάρα, στα 42 της τότε, μετακόμισε σε ένα διαμερισματάκι εργατικής συνοικίας του Λιντς προσπαθώντας να συντηρήσει την οικογένειά της με τη σύνταξη του Αλοΐσιου. Τον Αδόλφο τον αγαπούσε παρά τις κάκιστες επιδόσεις του στο σχολείο και δεν τον έκρινε ποτέ για την ακαδημαϊκή του πορεία. Του έλεγε όμως να μάθει μια τέχνη, αν και εκείνος ήθελε διακαώς να γίνει ζωγράφος.
Παρά τα πενιχρά οικονομικά της φαμίλιας, ο Αδόλφος αρνιόταν να τη βοηθήσει. Ακόμα χειρότερα, όταν έγινε 18 και πήρε ένα ποσοστό της πατρικής κληρονομιάς, τα εγκατέλειψε όλα για να πάει στη Βιέννη να γίνει καλλιτέχνης. Εντωμεταξύ, η Κλάρα αρρώστησε βαριά, ο Αδόλφος παρέμενε ωστόσο στη Βιέννη φυτοζωώντας.
Στις 14 Ιανουαρίου 1907, η Κλάρα πήγε να δει τον οικογενειακό γιατρό με έντονους πόνους στο στήθος. Ο εβραίος δρ Έντουαρντ Μπλοχ την εξέτασε και βρήκε επιθετικής μορφής καρκίνο στον μαστό. Λίγες μέρες αργότερα, η μητέρα υποβλήθηκε σε μαστεκτομή, αν και ήταν ήδη πολύ αργά.
Τώρα δεν μπορούσε καν να ανέβει τις σκάλες, κι έτσι μετακόμισε με την κόρη της σε ένα διαμέρισμα στο ισόγειο σε ένα ακόμα πιο υποβαθμισμένο προάστιο του Λιντς. Ο Αδόλφος έδινε και ξανάδινε εξετάσεις στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης κάθε νέο Οκτώβριο. Έτσι έκανε και τον Οκτώβριο του 1907 και επέστρεψε τελικά στο Λιντς να δει την κατάκοιτη Κλάρα χωρίς να της πει κουβέντα για τη νέα του αποτυχία.
Πριν πάει στο σπίτι, πέρασε από το ιατρείο του δρος Μπλοχ, ο οποίος πρότεινε μια δραστική θεραπεία με ιωδοφόρμιο. Ο Αδόλφος συμφώνησε και η Κλάρα υποβλήθηκε στην ακριβή θεραπεία. Πλέον περνούσε τον καιρό του συνεχώς στο προσκέφαλό της, αγωνιώντας για τα αποτελέσματα της αγωγής.
Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν γιόρτασε κανείς στο σπιτικό των Χίτλερ, καθώς τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Δεκεμβρίου 1907 η Κλάρα έφυγε ήσυχα στον ύπνο της. Ο δρ Μπλοχ κατέφτασε αργότερα μέσα στη μέρα για να υπογράψει το πιστοποιητικό του θανάτου της και είδε τον Αδόλφο συντετριμμένο από τον χαμό της.
Η Κλάρα ενταφιάστηκε δίπλα στον άντρα της σε προάστιο του Λιντς, ενώ εκεί κοντά ήταν θαμμένος άλλος ένας γιος της. Την επομένη, Αδόλφος και Πάουλα επισκέφτηκαν τον γιατρό για να τακτοποιήσουν τον λογαριασμό, κι εκείνος τους έκανε μια γενναία έκπτωση λόγω της προσωπικής και μακροχρόνιας σχέσης που διατηρούσε με την οικογένεια.
«Θα σας είμαι ευγνώμων για πάντα», του είπε ο Χίτλερ. Δεν θα ήταν. Σύντομα θα άρχιζε να μιλά για το «καρκίνωμα τους εβραίους», το «δηλητήριο των εβραίων» και ο δρ Μπλοχ θα έτρεχε μερικά χρόνια αργότερα να κρυφτεί από τη φονική λαίλαπα που θα εξαπέλυε ο Χίτλερ (και) κατά των εβραίων.