Ποιος ο κίνδυνος για τις καταθέσεις λόγω αστάθειας τραπεζών;
Ο τραπεζικός κλάδος ισορροπεί ξανά σε τεντωμένο σκοινί και χωρίς δίχτυ ασφαλείας, καθώς βασικά οικονομικά μεγέθη επιδεινώνονται καθημερινά. Σύμφωνα με υπολογισμούς τραπεζικών στελεχών, αν η διαπραγμάτευση οδηγηθεί προς τα τέλη Μαΐου, από τα ταμεία των τραπεζών θα έχουν ‘χαθεί’ περί τα 10 δισ. ευρώ, χειροτερεύοντας έτσι τη ρευστότητα
«Κόκκινος» συναγερμός έχει σημάνει στην οικονομία και ιδιαίτερα στις τράπεζες, καθώς η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης δοκιμάζει τις αντοχές τους. Οικονομικοί και τραπεζικοί παράγοντες χτυπούν καμπανάκι κινδύνου για ανεπανόρθωτη βλάβη σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις παραταθούν.
Με το πιο καλό σενάριο να δείχνει συμφωνία τον Μάιο οι τραπεζίτες επιχειρούν να κάνουν τον «λογαριασμό» της ζημιάς, ενώ ως εφιάλτης αντιμετωπίζεται η εκτίμηση ότι η αξιολόγηση μπορεί να παραταθεί και πέραν του καλοκαιριού, ώστε μια συνολική συμφωνία να υπάρξει μετά τις γερμανικές εκλογές.
Ο τραπεζικός κλάδος ισορροπεί ξανά σε τεντωμένο σκοινί και χωρίς δίχτυ ασφαλείας, καθώς βασικά οικονομικά μεγέθη επιδεινώνονται καθημερινά. Σύμφωνα με υπολογισμούς τραπεζικών στελεχών, αν η διαπραγμάτευση οδηγηθεί προς τα τέλη Μαΐου, από τα ταμεία των τραπεζών θα έχουν «χαθεί» περί τα 10 δισ. ευρώ, χειροτερεύοντας έτσι τη ρευστότητα. Συγκεκριμένα:
«Αέρας» οι καταθέσεις
Οι απώλειες στις καταθέσεις υπολογίζονται μέχρι σήμερα στα 3,5 με 4 δισ. ευρώ και εκφράζονται φόβοι για απόσυρση ακόμη 1 με 1,5 δισ. μέχρι τον Μάιο κι εφόσον δεν υπάρξει άρση της αβεβαιότητας και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και το σύστημα.
Καταθέτες, φοβούμενοι «κούρεμα», αποσύρουν χρήματα για να πληρώσουν δάνεια και άλλες υποχρεώσεις ή βάζουν τα λεφτά ξανά στα στρώματα.
Περί τα 3 δισ. εκτιμάται ότι θα φτάσει συνολικά η αύξηση των «κόκκινων» δανείων. Ηδη έχουν μείνει περί το 1,5 δισ. απλήρωτα νέα δάνεια μέχρι τα μέσα Μαρτίου, ενώ άλλα τόσα θα προστεθούν στον «κουβά» των 108 δισ. που υπολογίζονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τις τράπεζες.
Οι δανειολήπτες έχουν σταματήσει να πληρώνουν περιμένοντας ευνοϊκές ρυθμίσεις με το νέο θεσμικό πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού. Ομως, η «στάση πληρωμών» πληγώνει τα ταμεία των τραπεζών.
Για δεύτερη εβδομάδα ανακοινώνεται αύξηση του δανεισμού των τραπεζών μέσω του Εκτακτου Μηχανισμού, του ELA.
Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε για πρώτη φορά μετά από μήνες αύξηση κατά 300 εκατ. ευρώ και χθες νέο αίτημα για επιπλέον 400 εκατ. ευρώ. Είναι εμφανές ότι η ρευστότητα των τραπεζών είναι στο «κόκκινο» και γι’ αυτό αυξάνεται η εξάρτηση από τον ELA.
Μάλιστα, τραπεζικές πηγές επισημαίνουν ότι και τον Απρίλιο και τον Μάιο θα υπάρξει αύξηση του ELA, ίσως και πάνω από 500 εκατ. μηνιαίως.
Κάτι τέτοιο, όμως, υπό τις παρούσες συνθήκες αβεβαιότητας είναι δύσκολο να επιτευχθεί και γι’ αυτό φαίνονται και τα πρώτα σημάδια στις καθημερινές συναλλαγές.
Η υπόθεση με την εξάντληση νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως του ορίου για τα εμβάσματα στο εξωτερικό που έχει κάθε τράπεζα, δείχνει την ανησυχία που επικρατεί και στους απλούς καταθέτες και στις επιχειρήσεις. Είτε δηλαδή κάποιοι βγάζουν περισσότερα χρήματα στο εξωτερικό, είτε οι εταιρείες σπεύδουν να κάνουν τις συναλλαγές τους νωρίτερα φοβούμενες ότι δεν θα προλάβουν την εξάντληση του ορίου. Παράλληλα, επαγγελματίες τονίζουν ότι δυσκολεύονται το τελευταίο διάστημα με ορισμένες συναλλαγές τους, όπως με την έκδοση νέων μπλοκ επιταγών.
Σε κάθε περίπτωση οι τραπεζίτες αλλά και η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι για τις επιπτώσεις από τη μακρόσυρτη διαπραγμάτευση και γι’ αυτό ζητούν επιτακτικά να κλείσει η αξιολόγηση προτού να είναι αργά.
Ως πρώτο, και βασικό κίνδυνο για τις τράπεζες θεωρούν, πηγές της αγοράς, το σενάριο να χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση. Το ΔΝΤ έχει άλλωστε μιλήσει για την ανάγκη κεφαλαίων ύψους 10 δισ. Το στοίχημα είναι να αποσοβηθεί αυτός ο κίνδυνος, καθώς δεν αποκλείεται η ανακεφαλαιοποίηση να χρειαστεί πριν από τα stress tests που θα γίνουν το 2018.
Ο δεύτερος και πιο άμεσος κίνδυνος είναι το «σφίξιμο» των capital controls αντί για τη χαλάρωση που όλοι ανέμεναν στις αρχές του χρόνου.
Με τη ρευστότητα των τραπεζών να έχει μειωθεί δραματικά δεν αποκλείεται από την ΤτΕ, μια κίνηση – ασπίδα στο σύστημα ώστε να μη φύγουν περισσότερες καταθέσεις. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε μείωση των εμβασμάτων στο εξωτερικό για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις αλλά και σε μείωση του ορίου αναλήψεων που είναι σήμερα 420 ευρώ εβδομαδιαίως ή συνολικά 1.680 ευρώ τον μήνα.
Στο κόκκινο βασικοί δείκτες της οικονομίας
Πέρα από τις τράπεζες, όμως, γενικότερα ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για την οικονομία. Κατ’ αρχάς, ημέρα με την ημέρα χάνεται ο στόχος για ανάπτυξη 2,7%, όπως ήταν η αρχική εκτίμηση. Το γεγονός ότι χάθηκε το πρώτο τρίμηνο «προσγειώνει» τις προσδοκίες για αύξηση του ΑΕΠ κάτω από 2%.
Στα στοιχεία από την εισπραξιμότητα του ΕΦΚΑ δείχνουν ότι η «μαύρη τρύπα» μπορεί να είναι τεράστια και να πρέπει να καλυφθεί από τον προϋπολογισμό. Το πρώτο τρίμηνο θα κρίνει εν πολλοίς τη σταθερότητα του νέου ασφαλιστικού συστήματος.
Στον τομέα της ανεργίας, τους τελευταίους μήνες έχουν «τσιμπήσει» οι δείκτες, ειδικά οι μακροχρόνια άνεργοι που ξεπέρασαν τις 500 χιλιάδες. Στον ΟΑΕΔ οι εγγεγραμμένοι άνεργοι είναι κοντά στο 1,1 εκατ. και για εποχικούς λόγους βεβαίως επειδή δεν υπάρχουν θέσεις στον τουρισμό.
Ανησυχία προκαλεί και η συνέχιση της τάσης να είναι περισσότερα τα λουκέτα από τις εγγραφές στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο κάθε μήνα. Επίσης, η δαπάνη της γενικής κυβέρνησης έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2003 και των νοικοκυριών στο 2004.
Εντονη ανησυχία επικρατεί στον εμπορικό κόσμο για τα στοιχεία σε ό,τι αφορά τις λιανικές πωλήσεις τριμήνου. Οι πρώτες ενδείξεις κάνουν λόγο ακόμη και για μείωση των αγορών από τα σούπερ μάρκετ, δηλαδή οι καταναλωτές περιορίζουν και τις αγορές βασικών αγαθών. Οι πωλήσεις τροφίμων υποχώρησαν 10% την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου.
Υπάρχει σοβαρή επιδείνωση στο εμπορικό ισοζύγιο καθώς τον Ιανουάριο ανήλθε στα 2,336 δισ. ευρώ έναντι 1,218 δις. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2016.
Το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου αν εξαιρεθούν από τη μέτρηση τα πετρελαιοειδή, είναι αυξημένο κατά 988,5 εκατ. ευρώ συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2016. Διαμορφώθηκε στα 2,073 δισ. ευρώ έναντι 1,084 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2016.
Τέλος, η αύξηση κατά 1,6 δισ. ευρώ των ληξιπρόθεσμων οφειλών τον Ιανουάριο δείχνει την «κόπωση» των φορολογούμενων που αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Και, βεβαίως, κανείς δεν ξεχνά τις δραματικές εξελίξεις γύρω από τη ΔΕΗ, η οποία κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα και λόγω των απλήρωτων λογαριασμών ύψους 2,7 δισ. ευρώ. Ολα τα παραπάνω συνθέτουν ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο σκηνικό για την οικονομία το οποίο πρέπει να αναστραφεί το ταχύτερο, προτού η βλάβη… καταστεί ανήκεστος.