Με τον πιο παράδοξο αλλά και τραγικό τρόπο ξεκινάει η ιστορία των τροχαίων δυστυχημάτων στην Ελλάδα, 110 χρόνια πριν, στην… εκτός πόλεως, Λεωφόρο Συγγρού , σε μια εποχή, μάλιστα, που τα αυτοκίνητα ήταν μόλις επτά.
Το να υπάρχουν σε μια πόλη μόλις επτά αυτοκίνητα και δυο από αυτά να εμπλακούν σε ένα θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα, δεν αποκλείεται να πρόκειται για κάποια παγκόσμια πρωτοτυπία. Για ένα ρεκόρ που πιθανότατα θα μείνει «άσπαστο» στον αιώνα τον άπαντα!
Τα πρώτα αυτοκίνητα που έφτασαν στην φτωχή Ελλάδα
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σύμφωνα με τα όσα λέγονται και πέρασαν από γενιά σε γενιά το πρώτο αυτοκίνητο έφτασε στην Ελλάδα είτε το 1899, είτε το Φθινόπωρο του 1900. Στην πρώτη περίπτωση ιδιοκτήτης φέρεται να είναι ο μεγαλοαστός Κωνσταντίνος Χρηστομάνος. Στην δεύτερη περίπτωση ιδιοκτήτης είναι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’. Όποια εκδοχή κι αν είναι αληθινή το μόνο σίγουρο είναι πως το αυτοκίνητο, τα πρώτα χρόνια ήταν ένα… σπορ εξαιρετικά ακριβό και γι’ αυτόν τον λόγο το είχαν μόνο όσοι τα… είχαν!
Για τους φτωχούς ήταν άπιαστο όνειρο. Για τους πλούσιους ή τους γαλαζοαίματος, ωστόσο, ήταν κάτι πιο χειροπιαστό αν και σε αρκετές περιπτώσεις οι τιμές των αυτοκινήτων ήταν «τσουχτερές» ακόμα και γι’ αυτούς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως επτά χρόνια μετά την εμφάνιση του πρώτου αυτοκινήτου στην Ελλάδα υπήρχαν μόλις έξι ακόμα.
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά (από τους πρώτους αν όχι ο πρώτος) δρόμος που ασφαλτοστρώθηκε, για να διευκολύνει τις κινήσεις των ιδιοκτητών αυτοκινήτων ήταν η Αιόλου. Καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς πως η σημερινή λεωφόρος Συγγρού, που ήταν ο δρόμος που σημειώθηκε το πρώτο θανατηφόρο τροχαίο, βρισκόταν εκτός πόλεως.
Η κόντρα στην Συγγρού και το πρώτο θανατηφόρο τροχαίο
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό η απόκτηση ενός αυτοκινήτου ήταν «σημάδι» πλούτου και κοινωνικής αναβάθμισης. Η δε επίδειξη του ισοδυναμούσε με… παράσημο για τον ιδιοκτήτη. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τα όσα ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες (μέχρι και τις ημέρες μας) κάθε άλλο παρά συμπτωματική είναι…
Αυτό, άλλωστε, ήταν και η αιτία για όσα συνέβησαν το πρωί της 4ης Μαρτίου 1907, στη Συγγρού, στο ύψος του ΦΙΞ! Περίπου στις 11:30 ο τότε υπουργός και βουλευτής Φθιώτιδος Νικόλαος Σιμόπουλος, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αστυνομίας, κινούταν στην λεωφόρο. Περίπου 30 μέτρα μπροστά του κινούταν το αυτοκίνητο του πρίγκηπα Ανδρέα (παππού του σημερινού Καρόλου της Αγγλίας). Αμφότεροι είχαν προορισμό το Παλαιό Φάληρο.
Στο ύψος του ΦΙΞ ο υπουργός και ο πρίγκηπας επιδόθηκαν σε μια κόντρα. Όταν ο Σιμόπουλος προσπέρασε βρέθηκε μπροστά στην μόλις 25 χρονών Ευφροσύνη Βαμβακά, μητέρα δυο ανήλικων παιδιών. Ο οδηγός δεν κατάφερε να την αποφύγει και πέρασε με το όχημά του πάνω από το σώμα της. Στη συνέχεια, πάνω από την άτυχη γυναίκα πέρασε και το αυτοκίνητο του πρίγκηπα, παρ’ όλο που προσπάθησε να μειώσει την ταχύτητά του.
Και επειδή στην Ελλάδα όλες οι… πολύκροτες υποθέσεις έχουν και μπόλικο παρασκήνιο (υπαρκτό ή ανύπαρκτο), λέγεται πως στην πραγματικότητα την άτυχη γυναίκα τη σκότωσε ο πρίγκηπας και πως ο Σιμόπουλος απλά ανέλαβε την ευθύνη του ατυχήματος, προκειμένου να «καλύψει» τον πρίγκηπα Ανδρέα καθώς προστατευόταν και από την βουλευτική ασυλία και μια πιθανή δίωξη σε βάρος του θα ήταν δυσκολότερη.
Ο έξαλλος διοικητής της Αστυνομίας και το Τύπος της εποχής
Όπως είναι εύκολα κατανοητό, η είδηση του τραγικού περιστατικού έσκασε σαν βόμβα. Ο διοικητής της Αστυνομίας την επομένη ημέρα κιόλας, σε έξαλλη κατάσταση, κάλεσε τους επτά οδηγούς-κατόχους αυτοκινήτων της τότε Αθήνας και τους έκανε αυστηρότατες συστάσεις να οδηγούν με προσοχή.
Ο ίδιος, άλλωστε, με απόφασή του είχε ξεκαθαρίσει πως «εντός της πόλεως δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται ταχύτης πλέον των 10 χιλιομέτρων». Το θέμα, ωστόσο, όπως προαναφέραμε, είναι πως η Συγγρού τότε ήταν περιοχή… εκτός πόλεως!
Οι εφημερίδες της εποχής, είχαν αναγάγει σε πρώτο θέμα το τροχαίο αυτό, αναφέροντας χαρακτηριστικά «Επτά αυτοκίνητα κυκλοφορούν και θρηνούμε θύματα…Φανταστείτε τι θα γίνει αν γίνουν εβδομήντα»!
Χαρακτηριστικά και άκρως ενδιαφέροντα είναι τα αποσπάσματα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων «Ακρόπολις», «Καιροί» και «Εστία» που κυκλοφόρησαν τη Δευτέρα 5 Μαρτίου 1907.
«Όταν τα δυο αυτοκίνητα ευρίσκοντο προ της γέφυρας και πλησίον του Ζυθοπωλείου Φιξ, ο Σιμόπουλος ηθέλησε να υπερβεί το αυτοκίνητο του Πρίγκηπος, αυξάνων κατά τι την ταχύτητα του αυτοκινήτου του. Η οδός ήτο ελεύθερη από πεζούς και το αυτοκίνητο του Σιμόπουλου αφού προσπέρασε το προπορευόμενο, κατέλαβε το δεξιό της οδού και έβαινε κανονικώς επί της λεωφόρου. Ξαφνικά μία γυναίκα ευρισκόμενη με ένα παιδί επί του πεζοδρομίου εισήλθε επί της λεωφόρου και ευρέθη αντιμέτωπη με το αυτοκίνητο του Σιμόπουλου. Αυτός βλέποντας τον προφανή κίνδυνο ηθέλησε δι’ ελιγμών ν’ αποφύγει την μετά της γυναικός σύγκρουση, πλην όμως η άτυχη γυναίκα φοβηθείσα δεν εσταμάτησε αλλά έτρεξε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να την ρίξει επί του εδάφους και να περάσει από το σώμα της. Φαίνεται ότι πάνω από το σώμα της άτυχης γυναίκας διήλθε και το αυτοκίνητο του Πρίγκηπος Ανδρέου, παρά το γεγονός ότι προσπάθησε να ανακόψει την ταχύτητά του», ανέφεραν για το περιστατικό.
Παράλληλα, κάνουν γνωστή και την ταυτότητα του θύματος: «Ούτω, το πρώτο τροχαίο ατύχημα στην Αθήνα, είχε διαπραχθεί. Το πρώτο θύμα ήτο η άτυχη γυναίκα Ευφροσύνη Βαμβακά, ηλικίας 25 ετών, καταγόμενη από το Αργοστόλι, σύζυγος του σανδαλοποιού Θεοδώρου».
Οι εφημερίδες της εποχής, ωστόσο, δεν έμειναν στην περιγραφή του δυστυχήματος αλλά προχώρησαν το ρεπορτάζ τους και σε ότι αφορά τις αντιδράσεις αλλά και τις ενέργειες που έγιναν προκειμένου να… «αποδοθεί δικαιοσύνη», να «χυθεί άπλετο φως» και να «φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο», όπως άλλωστε συνηθίζεται στην Ελλάδα…
«Ο βασιλεύς όταν επληροφορήθη υπό του Πρίγκηπος Ανδρέου, το γεγονός, έδωσε εντολή σ’ αυτόν να τεθεί στην διάθεση του Εισαγγελέως και του Ανακριτή, καλώντας αμέσως στα ανάκτορα τον Διευθυντήν της Αστυνομίας κ. Δαμηλάτην εις τον οποίον συνέστησε να ενεργήσει αυστηρότατες ανακρίσεις για την ανακάλυψη της αληθείας και εύρεσιν του αληθούς ενόχου. Επίσης τον βασιλέα ενημέρωσε περί των πραγματικών περιστατικών και ο βουλευτής Νικόλαος Σιμόπουλος, όστις ετέθη στην διάθεση της δικαιοσύνης. Οι ανακρίσεις άρχισαν αμέσως. Η υπόθεση ανετέθη στον τακτικό ανακριτή κ. Λογοθέτη ο οποίος παρισταμένου και του Εισαγγελέως κ. Λυκουρέζου εξήτασε στο εισαγγελικό κατάστημα, τον υπασπιστή του Πρίγκηπος Ανδρέου, κ. Μεταξάν, τον σύζυγον της φονευθείσης γυναικός Θεόδωρον Βαμβακά και άλλους.
Ο εισαγγελεύς και ο Ανακριτής μετέβησαν στη συνέχεια στον τόπον του δυστυχήματος και ανέκριναν γείτονας τινάς. Ο κ. Λογοθέτης θα λάβη στη συνέχεια κατάθεση του Πρίγκηπος Ανδρέου και θα εξετάσει στη συνέχεια τον Νικόλαον Σιμόπουλον, υποβάλλοντας την δικογραφίαν στον Εισαγγελέα, όστις θα ασκήσει στην συνέχεια ποινικήν δίωξη για φόνο εξ αμελείας».