Σύμφωνα με την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, η 37χρονη περιγράφει την ολέθρια σχέση που είχε με τον 42χρονο καπετάνιο προσπαθώντας να πείσει τους αστυνομικούς και τη Δικαιοσύνη ότι όλα έγιναν λόγω της παθολογικής του ζήλιας.
«Ήμουν βέβαιη ότι είχε έρθει το τέλος μου και ενστικτωδώς αντέδρασα. Σηκώθηκα απότομα και με το χέρι μου άρπαξα το όπλο για να τον σταματήσω. Απευθείας το έστρεψα στο κεφάλι μου, βάζοντας το δάχτυλό μου στη σκανδάλη και του είπα: «αφού δεν τα έκανες εσύ, θα το κάνω εγώ για να ησυχάσω». Βρέθηκα σε πλήρη σύγχυση και δεν έκανα μπλόφα. Το εννοούσα. Με το όπλο στο αυτί μου έκανα 3 βήματα πίσω για να μην με ζυγώσει και μου πάρει το όπλο. Αυτός όρμησε και με τα δυο του χέρια με άρπαξε από τα χέρια και βιαίως με τράβηξε προς το μέρος του κολλώντας με πάνω στο σώμα του. Με το δεξί χέρι του άρπαξε το αριστερό μου και με το άλλο το δεξί μου χέρι, με το όποιο κρατούσα το όπλο, με το δάχτυλο μου στη σκανδάλη».
Από τα λεγόμενα της οι αστυνομικοί επιβεβαιώνουν μόνο το γεγονός ότι πριν πέσει νεκρός ο Λάμπρου υπήρξε πάλη ανάμεσα σε εκείνον και τη δράστιδα. Αυτό προκύπτει από το DNA της συζυγοκτόνου που βρέθηκε σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος του θύματος. Η «διαβολική χήρα» -παρά τα στοιχεία που δείχνουν ότι σκηνοθέτησε την «αυτοκτονία» του άντρα της- υποστήριζε σθεναρά στις καταθέσεις της ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε: «Τραβώντας με βίαια πάνω στο σώμα του τα χέρια μου εκτάθηκαν, ακούμπησαν στο σώμα του στο ύψος του στήθους του σαν να τα οδήγησε ο ίδιος καθώς συνέχισε να με κρατά με δύναμη από τους καρπούς. Τότε προκλήθηκε πυροβολισμός. Είδα τον Θανάση να τραντάζεται και να λυγίζουν τα πόδια του συνεχίζοντας να κρατά με δύναμη τα χέρια μου, γονάτισε και με παρέσυρε προς τα κάτω, στιγμή κατά την οποία προκλήθηκε ο δεύτερος πυροβολισμός».