Τι περιλαμβάνει το plan b της Κυβέρνησης, που έχει κεντρικό άξονα τη δραχμή; Πόσο επηρεάζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο τράπεζες και καταθέσεις;
Η κυβέρνηση θεωρεί οτι και χωρίς την αξιολόγηση και την απελευθέρωση των ευρωπαικών χρηματοδοτήσων προς τη χώρα, μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι και το καλοκαίρι.
Θεωρεί οτι ακόμη και η πληρωμή της δόσης των δανείων μας ύψους 7 δισ Ευρώ τον Ιούλιο είναι εφικτή καθώς έχει συγκεντρώσει αποθέματα από την υπερφορολόγηση.
Φυσικά τα χρήματα αυτά τα χρωστάει στην “αγορά” δηλαδή σε προμηθευτές του Δημοσίου και φορολογούμενους, αλλά δεν τους τα δίνει.
Συνεπώς τα κρατάει ώς “καβάτζα” για την περίπτωση που η ηγεσία του Μαξίμου επιλέξει τη ρήξη με τους δανειστές. σε αυτή την περίπτωση, εφόσον η αξιολόγηση δεν κλείσει, θα είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες της πρίν πάει αναγκαστικά σε εκλογές το φθινόπωρο.
Αυτό το Plan B ενεργοποιηθεί, θα έχουμε μπροστά μας μια μακρά προεκλογική περίοδο μέχρι το φθινόπωρο στην οποία η κυβέρνηση θα προπαγανδίζει υπέρ της ρήξης και θα θέτει διλήμματα που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ακόμη ένα δημοψήφισμα με ερώτημα αυτή τη φορά, “Ευρώ ή Δραχμή;”
Στόχος θα είναι η συσπείρωση του αντιευρωπαικού κόσμου γύρω από την κυβέρνηση ώστε να καταλήξουμε σε διλημματικές εκλογές με την κυβέρνηση να λέει πως έκανε τα πάντα αλλά οι “κακοί” ξένοι ζητούν παράλογα μέτρα λιτότητας και οτι μέχρι εδώ μπορούμε να υποχωρήσουμε, από εδω και πέρα ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Ο καθένας θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης που θα χαρακτηρίζεται μνημονιακός και το ΠΑΣΟΚ που θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεργασθεί ή όχι με το ΣΥΡΙΖΑ στην επιλογή της ρήξης.
Όλα αυτά βέβαια θα γίνονται με άδεια τα ταμεία του κράτους, έτσι ώστε αν κερδίσει ο Μητσοτάκης τις εκλογές να μην υπάρχει ούτε Ευρώ για την πληρωμή μισθών του δημοσίου και συντάξεων.
Αυτό το Plan B δεν είναι η πρώτη επιλογή της κυβέρνησης αυτή τη στιγμή, αλλά μπορεί εύκολα να γίνει αν οι εταίροι δεν προσφέρουν κάποια έστω και επικοινωναική διέξοδο στην κυβέρνηση για να παρουσιαστεί ώς νικήτρια σε αυτή την υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση.
Πάντως σήμερα είναι μια πολύ κρίσιμη ημέρα για αυτή τη διαπραγμάτευση καθώς Τσακαλώτος και Χουλιαράκης βρίσκονται στις Βρυξέλες για το Eurogroup. Αν υπάρξει σήμερα πρόοδος, ενδέχεται να βρεθεί τρόπος να κλείσει η συμφωνία και η αξιολόγηση στις 20 φεβρουαρίου ή στις 9 Μαρτίου, συνεπώς το Plan B θα αναβληθεί.
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν οτι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να υπογράψει τη συμφωνία, αλλά Ευρωπαίοι αξιωματούχοι απαιτούν από την κυβέρνηση να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις και να αποδεχθεί τους όρους που έχουν συμφωνηθεί σε παλαιότερες συμφωνίες. Ζητούν επίσης νομοθέτηση από τώρα προληπτικών μέτρων για την περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, αίτημα στο οποίο αντιδρά μέχρι στιγμής η κυβέρνηση.
Προβληματισμό, ανησυχία και κυρίως αγωνία για το πότε θα κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, εκφράζουν οι τραπεζίτες, καθώς από τις λεπτομέρειες και το timing της συμφωνίας θα κριθούν βασικές παράμετροι που θα καθορίσουν την επόμενη ημέρα για τις τράπεζες–καταθέσεις και την οικονομία.
Η εκκρεμότητα της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος απασχολεί τις ελληνικές τράπεζες, που περιμένουν τις εξελίξεις, οι οποίες συνδέονται άμεσα με την ανάκαμψη ή τη νέα καθίζηση την ελληνικής οικονομίας, και κατ’ επέκταση με τον τραπεζικό κλάδο.
Οι τραπεζίτες επισημαίνουν ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης για την ελληνική πλευρά, η οποία πρέπει να αποφύγει την «παγίδας» των χρονοκαθυστερήσεων, ποντάροντας να κερδίσει το… «στοίχημα», που για την ώρα μοιάζει να κινδυνεύει να χαθεί, της ένταξης στο QE, όσο ακόμη οι ελληνικές τράπεζες το προλάβουν ενεργό.
Ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εκτιμάται ότι μπορεί να αποφέρει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα ρευστότητα κοντά στα 15 με 20 δισεκατομμύρια ευρώ, η οποία θα επιτρέψει την αναζωογόνηση της αγοράς με νέα δάνεια που θα ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, οι ανησυχίες για το εάν θα προλάβει η χώρα την ένταξη στο QE μεγαλώνουν, και παράλληλα μεγαλώνει και ο αράθυμος των δανείων που «κοκκινίζουν» αλλά και των καταθέσεων που «κάνουν φτερά», όσο σέρνεται η αξιολόγηση.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, από την αρχή του έτους παρατηρείται «πάγωμα» πληρωμών σε δάνεια που έχουν ρυθμίσει κοινή συναινέσει τράπεζες και δανειολήπτες, τα NPEs αυξήθηκαν κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ, ενώ και το «νέο χρήμα», έχοντας τη δυνατότητα της ελεύθερης διακίνησης, κατευθύνεται ελλείψει εμπιστοσύνης ξανά στο εξωτερικό (τραπεζικά στελέχη μιλούν για ποσά άνω των 2 δισ. ευρώ από αρχές του έτους).
Στο μέτωπο των καταθέσεων, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η αναμενόμενη ενίσχυση της ρευστότητας λόγω συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα αποτελέσουν καταλύτη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Όσο παραμένει η αβεβαιότητα πάνω από την ελληνική οικονομία δυσκολεύουν οι προσπάθειες των τραπεζών να περιορίσουν τα «κόκκινα» δάνεια, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός έχει «κολλήσει» λόγω των καθυστερήσεων της δεύτερης αξιολόγησης, πολλοί δανειολήπτες που έχουν ρυθμίσει τα δάνειά τους δυσκολεύονται να καταβάλουν τη δόση της ρύθμισής τους, ενώ ταυτόχρονα η εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα αρχίζει και πάλι να υποχωρεί λόγω της κατάστασης.
Μόνο εάν αρθεί η αβεβαιότητα, επιστρέψουν οι καταθέσεις, αρχίσει να μειώνεται ο όγκος των NPLs και NPEs, θα μπορέσουν σταδιακά να χρηματοδοτήσουν και πάλι την οικονομία οι τράπεζες, οι οποίες μέσω της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα βελτιώσουν περαιτέρω τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος να βρεθούν εκτεθειμένες σε νέες κεφαλαιακές ανάγκες στα stress tests της ΕΚΤ το 2018.
Πάντως, δεν λείπουν οι εκτιμήσεις ότι ακόμα και αν κλείσει η αξιολόγηση, στο προσεχές διάστημα, ακόμα και μέσα στον Μάρτιο ή και αρχές Απριλίου, ίσως η ελληνική οικονομία και οι τράπεζες δεν προλάβουν άμεσα το QE.
Και πάλι όμως, εάν η αβεβαιότητα τερματιστεί μέσα στις επόμενες λίγες εβδομάδες, έστω και χωρίς πολλά «δώρα», οι τράπεζες θα καταφέρουν να βελτιώσουν την επιβαρυμένη εικόνα, γλιτώνοντας περαιτέρω εκροή «χρήματος», διόγκωση του προβλήματος ρευστότητας, αύξηση προβληματικών δάνειων και στο τέλος την καταγραφή ζημιών που ίσως οδηγούσε σε νέες κεφαλαιακές ανάγκες με τον φόβο ενό bail in να παραμονεύει.