Ο Ρον, ένας ηλικιωμένος άντρας από την Φλόριντα της Αμερικής ήταν ιδιοκτήτης μιας φάρμας, που είχε στο πίσω μέρος της μια μικρή λίμνη. Ήταν ιδανική για κολύμπι, οπότε είχε φτιάξει τον χώρο γύρω της, βάζοντας τραπεζάκια για πικ-νικ, έναν μικρό ιππόδρομο και είχε φυτέψει μερικές λεμονιές και πορτοκαλιές.
Μια μέρα αποφάσισε να πάει μια βόλτα στην λίμνη, αφού είχε καιρό να πάει σε εκείνη την περιοχή. Πήρε μαζί του και ένα μεγάλο καλάθι, για να μαζέψει μερικά φρούτα. Καθώς πλησίαζε στην λίμνη, άκουγε γέλια και χαρούμενες φωνές που έρχονταν από εκείνο το μέρος.
Όταν πλησίασε ακόμα περισσότερο είδε μια παρέα γυναικών, που κολυμπούσαν γυμνές στην λίμνη του. Ο άντρας έκανε αισθητή και την παρουσία του και η παρέα των γυναικών πήγε πιο βαθιά μέσα στην λίμνη.
Μια από τις γυναίκες του είπε δυνατά: “Δεν βγαίνουμε έξω μέχρι να φύγεις!”
Ο Ρον κατσούφιασε και τους είπε: “ Δεν ήρθα εδώ κυρίες μου για να σας δω να κολυμπάτε γυμνές ή για να σας δω να βγαίνετε γυμνές από την λίμνη.”
Κρατώντας ψηλά το καλάθι που είχε πάρει μαζί του, τους φώναξε: “Ήρθα εδώ για να ταΐσω τον κροκόδειλο!”