Μια μέρα, ένας άντρας είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα στην άκρη του δρόμου. Αμέσως κατάλαβε πως χρειαζόταν βοήθεια, οπότε την πλησίασε αργά με τοαυτοκίνητό του.
Η γυναίκα φάνηκε ανήσυχη, παρόλο που ο άντρας φρόντισε να είναι χαμογέλαστος. Κανείς δεν είχε σταματήσει για να τη βοηθήσει, την τελευταία μία ώρα. Θα της έκανε κακό; Ο ίδιος έμοιαζε φτωχός και πεινασμένος.
Ο άντρας κατάλαβε τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό της τρομαγμένης αυτής γιαγιούλας. Είπε μαλακά «Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω κυρία μου. Ονομάζομαι Bryan Anderson. Θέλετε μήπως να μπείτε στο αυτοκίνητο για να ζεσταθείτε;»
Είχε χαλάσει το ένα λάστιχο από το αμάξι της, όμως για μια ηλικιωμένη γυναίκα δε χρειάζεται να είναι κάτι παραπάνω.
Ο Bryan χώθηκε κάτω από το αμάξι ψάχνοντας για ένα σημείο να στηρίξει το γρύλο και στην προσπάθειά του έγδαρε κανά δυο φορές τα χέρια του. Το λάστιχο αλλάχτηκε σχεδόν αμέσως, είχε όμως λερωθεί και τα χέρια του τον πονούσαν στα σημεία που είχε χτυπήσει.
Τελείωνε τη δουλειά του, όταν η γυναίκα κατέβασε το παράθυρο και άρχισε να του μιλάει. Του είπε πως ήταν από το St. Louis και απλά έτυχε να περνάει από εδώ. Τον ευχαρίστησε θερμά για τη βοήθειά του, με μια γλυκιά ειλικρίνεια.
Ο Bryan απλά χαμογέλασε καθώς έκλεινε το καπό και αυτή τον ρώτησε πόσα χρήματα του όφειλε. Δεν είχε πρόβλημα όσα και να της ζητούσε, σκεφτόμενη όλα τα φριχτά πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, αν δε σταματούσε ο Bryan.
Φυσικά αυτός αρνήθηκε. Δεν έκανε τη δουλειά του, απλά βοηθούσε κάποιον που είχε ανάγκη, οπότε η αμοιβή δε του πέρασε ποτέ από το μυαλό. Πολλοί άνθρωποι τον είχαν βοηθήσει από καλοσύνη στο παρελθόν και το ίδιο έκανε και εκείνος, όποτε του δινόταν η ευκαιρία.
Της είπε πως αν πραγματικά ήθελε να τον ξεπληρώσει, την επόμενη φορά που θα έβλεπε κάποιον που χρειάζεται βοήθεια, να του τη δώσει απλόχερα.
Περίμενε ώσπου η γυναίκα να μπει στο αμάξι της και να φύγει, πριν ξεκινήσει και ο ίδιος. Ήταν μια κρύα και καταθλιπτική μέρα, ένιωθε όμως καλά με τον εαυτό του καθώς επέστρεφε στο σπίτι του.
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, η ηλικιωμένη γυναίκα είδε ένα μικρό εστιατόριο και αποφάσισε να σταματήσει για να φάει κάτι και να πάρει δυνάμεις πριν καλύψει το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Το μέρος ήταν σκοτεινό και έξω υπήρχαν δύο αντλίες βενζίνης. Το σκηνικό της ήταν άγνωστο. Η σερβιτόρα την πλησίασε φέρνοντας μαζί της μια καθαρή πετσέτα για να σκουπίσει τα υγρά μαλλιά της. Παρατήρησε πως η νεαρή κοπέλα ήταν περίπου 8 μηνών έγκυος, προσπαθούσε όμως να μη δείχνει πόσο κουρασμένη ήταν στην πραγματικότητα. Η γιαγιά σκέφτηκε πως ήταν δυνατόν κάποιος που είχε τόσο λίγα, να τα μοιράζεται με έναν ξένο. Και τότε θυμήθηκε τον Bryan.
Όταν τελείωσε το γεύμα της, έβγαλε 100$ για να πληρώσει το λογαριασμό. Η σερβιτόρα αναγκάστηκε να γυρίσει στην ταμειακή μηχανή για να πάρει ρέστα, όταν επέστρεψε όμως, η άγνωστη γυναίκα όμως είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας ένα σημείωμα στο τραπέζι.
Δε μου οφείλεις τίποτα. Έχω βρεθεί κι εγώ στη θέση σου. Κάποτε κάποιος με βοήθησε, με τον ίδιο τρόπο που βοηθάω εσένα τώρα. Αν όντως θέλεις να μου το ξεπληρώσεις ορίστε τι πρέπει να κάνεις: μην αφήσεις αυτή την αλυσίδα αγάπης να τελειώσει με εσένα.
Κάτω από το σημείο βρισκόταν ακόμη 4 χαρτονομίσματα των 100$. Η σερβιτόρα ξέσπασε σε κλάματα…
Είχε ακόμη αρκετή δουλειά να κάνει, τραπέζια να καθαρίσει και πελάτες να σερβίρει, επιβίωσε όμως και αυτή τη μέρα. Όταν το ίδιο βράδυ επέστρεψε στο σπίτι και επιτέλους ξάπλωσε στο κρεβάτι της, σκεφτόταν τα χρήματα και τα λόγια της ηλικιωμένης γυναίκας. Πως μπορούσε να ξέρει πόσο πολύ είχαν ανάγκη αυτά τα χρήματα, η ίδια και ο συζυγός της; Το παιδί θα ερχόταν σύντομα…
Ήξερε πόσο ανησυχούσε ο άντρας της και καθώς κοιμόταν δίπλα της του έδωσε ένα πεταχτό φιλί ψιθυρίζοντάς του «Όλα θα πάνε καλά… Σε αγαπάω πολύ Bryan Anderson.»
Πηγή: frappetime