Τι δείχνει η πορεία στις καταθέσεις το πρώτο τρίμηνο του 2017 και τι φοβούνται οι τράπεζες;
Κατά 4 δισ. ευρώ μειώθηκε η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα στις αρχές του χρόνου.
Οι καταθέσεις έπεσαν από τα 132 δισ. ευρώ, επίπεδο στο οποίο ήταν στα τέλη του 2016, στα 128 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η «Καθημερινή», εξαιτίας της καθυστέρησης για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά και την ανησυχία που προκαλείται για νέο εκτροχιασμό της οικονομίας.
Επιτελικά στελέχη τραπεζών, τα οποία επικαλείται η εφημερίδα, αναφέρουν ότι ουσιαστικά έχει χαθεί το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που είχαν επιστρέψει στο τραπεζικό σύστημα το 2016.
Παράλληλα, πρόσθετη αβεβαιότητα προκαλεί το «νέο χρήμα», καθώς δεν υπόκειται σε όλους τους περιορισμούς και μπορεί να βρεθεί πιο γρήγορα εκτός τραπεζών.
Τραπεζικές πηγές, αναφέρει η «Καθημερινή», εκτιμούν ότι στο σύστημα υπάρχουν περίπου 4 δισ. ευρώ «νέο χρήμα», που θα μπορούσε να αποχωρήσει άμεσα, κάτι που θα οδηγούσε υποχρεωτικά σε αύξηση των ορίων του έκτακτου μηχανισμού ELA.
Η εμπιστοσύνη είχε ενισχυθεί μετά την πρώτη αξιολόγηση, καθώς τα νοικοκυριά δεν έκαναν χρήση του ορίου αναλήψεως μετρητών, οι επιχειρήσεις αύξαναν τις καταθέσεις τους και κυρίως κάποια χρήματα επέστρεφαν είτε από στρώματα είτε από την πώληση αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού.
Ομως, η νέα εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις άλλαξε τα δεδομένα, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί σημαντικά οι αναλήψεις από τα ΑΜΤ, να έχουν «παγώσει» οι επιστροφές χρημάτων, ενώ οι επιχειρήσεις «ξεφορτώνονται» μετρητά και προχωρούν στην αποπληρωμή πιστωτικών γραμμών.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές που επικαλείται η «Καθημερινή», υπάρχουν δύο εκδοχές για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης.
Το «καλό σενάριο» είναι να υπάρξει βασική συμφωνία τον Απρίλιο και να εξειδικευθούν μέτρα για το χρέος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση θα δεχθεί τα μέτρα που ζητούν οι θεσμοί.
Το «κακό σενάριο» είναι η παράταση των διαπραγματεύσεων τον Ιούνιο, με επιδίωξη της κυβέρνησης να καθυστερήσει την αξιολόγηση μέχρι τις γερμανικές εκλογές, «ποντάροντας» σε μια νέα πιο ευέλικτη γερμανική κυβέρνηση.
Ομως, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, αυτή θα ήταν μια καταστροφική εξέλιξη για την οικονομία που θα προκαλέσει μεγαλύτερες ζημίες από αυτές που προκάλεσε η αντίστοιχη καθυστέρηση το 2015.