«”Εδώ και τώρα” κουρέψτε το χρέος» ζητά ο Αλέξης Τσίπρας ανήμερα της συμπλήρωσης των 63 ετών από την διαγραφή του γερμανικού χρέους. Τη στιγμή που η διασωληνωμένη οικονομία της χώρας βρίσκεται στο όριο, ο πρωθυπουργός απευθύνει δραματική έκκληση προς δανειστές και ΗΠΑ.
Υπενθυμίζοντας ότι σαν σήμερα, 8 Αυγούστου 1953 ολοκληρώθηκε η διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Γερμανία και τους πιστωτές της με την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου, ο Έλληνας Πρωθυπουργός σημειώνει ότι η καταχρεωμένη και κατεστραμμένη από τον πόλεμο Γερμανία απολαμβάνει τη μέγιστη κίνηση αλληλεγγύης με τη διαγραφή του 60% του χρέους της.
«Η Ευρώπη οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να στρέψει το βλέμμα της στο μέλλον, συνυπογράφοντας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα διασφαλίζει την ευημερία των λαών της», αναφέρει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook.
Ο Αλέξης Τσίπρας υπενθυμίζει ακόμη ότι η συμφωνία αυτή υλοποιήθηκε και με την υπογραφή της Ελλάδας και επισημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ως αντιπολίτευση αλλά και σήμερα ως κυβέρνηση, θέτει το ζήτημα του χρέους επί τάπητος, έχοντας μάλιστα κερδίσει σημαντικό έδαφος με συγκεκριμένα αποτελέσματα που αποτυπώνονται στην απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου. Το μήνυμα του πρωθυπουργού έρχεται σε συνέχεια της δημοσιοποίησης της πρωτοβουλίας που αναλαμβάνει ο Αλέξης Τσίπρας να συγκαλέσει Σύνοδο των χωρών του Νότου με ατζέντα την κοινωνική πολιτική, την ανάπτυξη, την οικονομία και το προσφυγικό, στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Δείτε αναλυτικά την πλήρη ανάρτηση του Αλέξη Τσίπρα:
«Σαν σήμερα, στις 8 Αυγούστου του 1953, ολοκληρώνεται η σχεδόν 6μηνη διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Γερμανία και τους πιστωτές της, με την υπογραφή της «Συμφωνίας του Λονδίνου».
Η καταχρεωμένη και κατεστραμμένη από τον πόλεμο Γερμανία απολαμβάνει τη μέγιστη κίνηση αλληλεγγύης στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία με τη διαγραφή του 60% του χρέους της, αποπληρωμή σε 30 χρόνια και ρήτρα εμπορικού πλεονάσματος.
Η Συμφωνία υλοποιείται και με την υπογραφή της Ελλάδας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την εποχή που βρισκόταν στην αντιπολίτευση αλλά και σήμερα ως κυβέρνηση θέτει επί τάπητος το ζήτημα του ελληνικού χρέους έχοντας πλέον κερδίσει σημαντικό έδαφος με συγκεκριμένα αποτελέσματα που αποτυπώνονται στην απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Η Ευρώπη οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να στρέψει το βλέμμα της στο μέλλον, συνυπογράφοντας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα διασφαλίζει την ευημερία των λαών της».
Tα στοιχεία που φανερώνουν την δραματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας:
Η τραγική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας μετά από χρόνια ύφεσης μέσα από γραφήματα, τα οποία αποτυπώνουν μια κατάρρευση της οικονομίας που δεν έχει προηγούμενο.
Ο συνδυασμός μαζικής ανεργίας, μειώσεων μισθών και υψηλότερων φόρων οδήγησε σε μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να έχουν φτάσει σε οριακό σημείο.
Ενδεικτικό είναι ότι την περίοδο 2006-2009, το ποσοστό προσωπικής αποταμίευσης ήταν κατά μέσο όρο περίπου 6%. Το 2015, ήταν -6%.
Να σημειωθεί ότι η πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει κατά 27% από τα προ του 2010 υψηλά. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αυτό το νούμερο έπεσε «μόνο» 6%!
Το μέγεθος της αρνητικής αποταμίευσης από τα μέσα του 2011 και μετά, υπονοεί πως τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν «ξοδέψει» αποταμιεύσεις αξίας 19 δισ. ευρώ, παρότι το βιοτικό τους επίπεδο έχει καταρρεύσει. Ως μέτρο σύγκρισης, οι χρηματοπιστωτικοί λογαριασμοί που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι την ίδια περίοδο εξανεμίστηκαν 36 δισ. ευρώ σε τραπεζικές καταθέσεις και μετρητά νοικοκυριών, περιλαμβανομένων καταθέσεων σε ξένες τράπεζες και ξένα νομίσματα:
Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν ελαττώσει την επενδυτική τους δαπάνη ακόμη περισσότερο, από περίπου το ένα πέμπτο του διαθέσιμου εισοδήματος το 2007, σε μόλις 2% το 2015.
Το κενό μεταξύ ακαθάριστης αποταμίευσης και ακαθάριστης επένδυσης είναι σχετικά μικρότερο τώρα (περίπου 9% του διαθέσιμου εισοδήματος) συγκριτικά με πριν την κρίση (13%), αλλά η συμπεριφορά που απαιτείται για να παραχθεί αυτό το κενό είναι πολύ λιγότερο βιώσιμη:
Επιπρόσθετα, αυτή η επενδυτική δαπάνη είναι υπερβολικά χαμηλή για να αντισταθμίσει την απόσβεση. Εξαιρώντας τη φυσιολογική φθορά, η δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών σε στέγαση, αυτοκίνητα κ.λπ. αυτή τη στιγμή κινείται με το ρυθμό του -5% των εισοδημάτων των νοικοκυριών:
Τα νοικοκυριά δεν είναι τα μόνα που μειώνουν την επένδυση πολύ κάτω των ποσοστών αναπλήρωσης. Οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις είναι σχεδόν στην ίδια κακή κατάσταση και, μέχρι πρόσφατα, η κυβέρνηση επίσης επένδυε λιγότερα από την απόσβεση των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων. Ο συνδυασμένος αντίκτυπος είναι ότι το κεφάλαιο της Ελλάδας συρρικνώνεται κατά περίπου 6 με 7% σε σχέση με το παραγώμενο προϊον από το 2012 και μετά:
Ακόμη κι αν η Ελλάδα διέθετε την πιο προηγμένη υποδομή, υπερπροσφορά στις νεόκτιστες κατοικίες και επιχειρηματικό εξοπλισμό βάσει της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας, αυτό το επίπεδο αποεπένδυσης πιθανότατα δε θα ήταν λογικό.
Όπως αποδεικνύεται, πέραν μερικών εξαιρετικών αυτοκινητόδρομων και ενός έκτακτου συστήματος μετρό στην Αθήνα, η Ελλάδα πιθανότατα θα ωφελούνταν από μια θετική καθαρή επένδυση.
Απόδειξη αποτελεί το εξαιρετικά υψηλό κόστος κεφαλαίου συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, το οποίο υπονοεί ότι υπάρχει πραγματική ζήτηση για αξιόλογα επιχειρηματικά σχέδια, αλλά ανεπαρκείς πόροι για να τα χρηματοδοτήσουν.
Η δυσκολία στη συγκέντρωση κεφαλαίου για επενδύσεις σε επιπρόσθετη παραγωγική ικανότητα ίσως εξηγεί τις ασυνήθιστα κακές επιδόσεις του ελληνικού τομέα εξαγωγών, παρά τις μαζικές περικοπές στους μισθούς.
Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει τα χρηματοδοτικά κόστη των ελληνικών τραπεζών, θα έπρεπε ως εκ τούτου να βοηθήσει –αν υπάρχει μια χώρα που κάποια στιγμή έχει ανάγκη για πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, αυτή είναι η Ελλάδα σήμερα.
Ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας σίγουρα χρειάζεται περισσότερα χρήματα. To συνολικό ποσό των μετρητών και καταθέσεων του ελληνικού ιδιωτικού τομέα, τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα, έχει μειωθεί κατά ένα συγκλονιστικό 44% από το υψηλό στα μέσα του 2010:
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, τα μετρητά και καταθέσεις των νοικοκυριών (τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα, επισήμως) έχει συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 27% από το υψηλό του 2009.
Ο μη χρηματοπιστωτικός εταιρικός τομέας, ο οποίος μετακίνησε τον μεγαλύτερο όγκο των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων του εκτός Ελλάδος την περίοδο 2009-2011, έχει ωστόσο βιώσει μια πτώση στις καταθέσεις του τάξης άνω του 35% από τα υψηλότερα επίπεδα του 2012:
Οι ελληνικές χρηματοπιστωτικές εταιρίες έχουν χάσει ακόμη περισσότερα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία έχουν μειωθεί κατά περίπου 60% από το υψηλό τους στα μέσα του 2010