Δέκα ημέρες έχουν περάσει από την δολοφονία του Κοσμά Τζέλιου, του ταξιτζή από την Καστοριά ο οποίος έπεσε νεκρός με τρεις σφαίρες από το σαρανταπεντάρι περίστροφο του αστυνομικού και συντοπίτη του, Θύμιου Δημητρόπουλου. Δέκα ημέρες γεμάτες από μυστικά, εικασίες, σενάρια και αποκαλύψεις που συγκλόνισαν και που όπως όλα δείχνουν θα συνεχίσουν να συγκλονίζουν το Πανελλήνιο για αρκετό ακόμη διάστημα. Μόλις εχθές το μεσημέρι εντοπίστηκε από την αστυνομία το τάμπλετ που είχε αφαιρεθεί από το αυτοκίνητο του άτυχου οδηγού taxi και το οποίο το απόγευμα της προπερασμένης Παρασκευής ήταν αυτό που έδωσε το τελευταίο στίγμα οδηγώντας στον εντοπισμό του δολοφονημένου Κοσμά Τζέλιου. Εκτός από το επίμαχο τάμπλετ, φως αναμένεται να πέσει στη λύση του μυστηρίου τόσο από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου όσο και από το άνοιγμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε ο δράστης μαζί με την σύζυγό του. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αρχές έχουν στα χέρια τους αναλυτικά τον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό ο οποίος είναι μηδενικός με σχεδόν 20 χιλιάδες ευρώ να έχουν κάνει φτερά, κάτι που αν ισχύει, ενισχύει το ενδεχόμενο της ληστείας. Για την ώρα, το τοπίο είναι θολό με τα μόνα καθαρά κομμάτια να εντοπίζονται στα λόγια των Καστοριανών, στις ιστορίες ζωής των δύο πρωταγωνιστών και σε όλα όσα εκτυλίχθηκαν από την στιγμή της δολοφονίας μέχρι και σήμερα…
Το έγκλημα
Βράδυ Παρασκευής 10 Μαρτίου 2017, ώρα εννέα και µισή. Ο δηµοσιογράφος και ιδιοκτήτης του τοπικού τηλεοπτικού σταθµού DIKTYO 1, Αντώνης Παραράς, διακόπτει την κανονική ροή του προγράµµατος. Η έκτακτη είδηση ότι «έχουµε νεκρό οδηγό ταξί στη Λεύκη Καστοριάς» σοκάρει όσους τυγχάνει να βρίσκονται µπροστά σε τηλεοπτικές οθόνες και ταξιδεύει µε ταχύτητα φωτός στη σπίτια και τους δρόµους της όµορφης πόλης.
Ενα τέταρτο αργότερα σε ένα χωράφι της Λεύκης στέκονται σοκαρισµένα γύρω στα 40 άτοµα, οι περισσότεροι από αυτούς αστυνοµικοί. Πιο πέρα, δύο γυναίκες που κλαίνε µε λυγµούς, κάποιοι περίεργοι και ένας δηµοσιογράφος. Ενας άνδρας κείτεται µπροστά τους νεκρός, ένας άνδρας γνώριµος σε όλους και αγαπητός στους πάντες. Είναι ο Κοσµάς Τζέλιος, ο ταξιτζής από το χωριό Τσάκωνη, «η χαρά της ζωής» όπως τον προσφωνούν συνάδελφοι και πελάτες. «Ποιος δολοφόνησε τον Κοσµά;», είναι το ερώτηµα που πλανάται βουβά στη σκέψη όλων όσοι βρίσκονται στο επίµαχο σηµείο. «Ποιος και γιατί;». Ανάµεσά τους τριγυρνάει νευρικά ένας νεαρός άνδρας. Προσπαθεί να µάθει χωρίς να ρωτά, να εκµαιεύσει πληροφορίες από σκόρπιες κουβέντες και να βγάλει συµπεράσµατα από ασύνδετα νεύµατα. Είναι ο αστυνοµικός Ευθύµιος (Θύµιος) ∆ηµητρόπουλος, ο ήρωας της Καστοριάς, που τον Ιούλιο του 2014 είχε πυροβολήσει και συλλάβει στο Μοναστηράκι τον καταζητούµενο και µέλος της οργάνωσης «Επαναστατικός Αγώνας», Νίκο Μαζιώτη. Ο Θύµιος δεν µοιάζει να είναι καλά. Οι συνάδελφοί του το αντιλαµβάνονται και αποδίδοντας τον εκνευρισµό του στο γεγονός ότι το πτώµα του άτυχου ταξιτζή βρίσκεται στο χωράφι του πατέρα του, του λένε να πάρει το αυτοκίνητό του και να σηκωθεί να φύγει. Φεύγει. Λίγα λεπτά αργότερα ανεβαίνει βιαστικά τις σκάλες του σπιτιού του, λέει στη γυναίκα του ότι δεν αισθάνεται καλά, ότι νιώθει µια έντονη ενόχληση στο στοµάχι και θέλει να κοιµηθεί. Λίγες ώρες αργότερα, γύρω στη µία τα ξηµερώµατα, το τηλέφωνο του σπιτιού του χτυπάει επίµονα ξανά και ξανά. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραµµής βρίσκεται κάποιος συνάδελφός του ο οποίος τον ενηµερώνει ότι πρέπει να µεταβεί άµεσα στο αστυνοµικό τµήµα προκειµένου να ενηµερωθεί και να συµµετάσχει στην επιχείρηση σύλληψης κάποιων υπόπτων αλβανικής καταγωγής. Ο Θύµιος ντύνεται βιαστικά, περνάει το 45άρι περίστροφο στην τσέπη του και σε ελάχιστο χρόνο δίνει το «παρών» στο Α.Τ. Καστοριάς. Είναι ψύχραιµος, ετοιµοπόλεµος και περίεργος για την εξέλιξη της ιστορίας µε τους Αλβανούς. Τη στιγµή που θέτει µια σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων για τον τρόπο µε τον οποίο πρέπει να κινηθεί, τρεις αστυνοµικοί στέκονται πίσω του και µέσα σε κλάσµατα δευτερολέπτου, ο ένας του τραβάει το όπλο από τη θήκη ενώ οι άλλοι δύο τον ακινητοποιούν περνώντας τα χέρια του στην πλάτη. Το καµάρι της Καστοριάς, ο ήρωας της Ελλάδας, ο Θύµιος ∆ηµητρόπουλος είναι ο βασικός ύποπτος για τη δολοφονία του 52χρονου ταξιτζή Κοσµά Τζέλιου…
Ο 30χρονος δράστης
Το χρονικό της µοιραίας κούρσας και η εξοµολόγηση
Ο χρόνος τώρα κινείται αντίστροφα ξεδιπλώνοντας ένα από τα στυγερότερα εγκλήµατα στα αστυνοµικά χρονικά. Το rewind στο απόγευµα της ίδιας µέρας έχει ήδη πατηθεί, φέρνοντας τόσο τους αστυνοµικούς όσο και την κοινή γνώµη της Καστοριάς αντιµέτωπους µε µια ιστορία που θυµίζει ταινία τρόµου. Στις πέντε το απόγευµα της περασµένης Παρασκευής ο γιος και η σύζυγος του άτυχου ταξιτζή, Γιάννης και Καλλιάνθη, τον καλούν ξανά και ξανά στο κινητό του τηλέφωνο. Εκείνος δεν απαντά, κάτι που δεν έχει συµβεί ποτέ ξανά στο παρελθόν. Μισή ώρα νωρίτερα, στη µικρή πιάτσα ταξί που βρίσκεται στις εργατικές κατοικίες της Καστοριάς, ο Θύµιος παρκάρει το αυτοκίνητό του, περιµένει να φύγει το ταξί που βρίσκεται ακριβώς µπροστά από εκείνο του Κοσµά και επιβιβάζεται στο µπροστινό κάθισµα. Του λέει ότι θέλει να πάνε σε µια αποθήκη του πατέρα του στην περιοχή της Λεύκης προκειµένου να µεταφέρουν κάποια πράγµατα. Ο Κοσµάς βάζει µπροστά το αυτοκίνητο, το ταξίµετρο ξεκινά να γράφει και η κάµερα που βρίσκεται σε κάποιο περίπτερο ακριβώς απέναντι από την πιάτσα καταγράφει τόσο τον επιβάτη όσο και την τελευταία διαδροµή του άτυχου οδηγού.
Είκοσι λεπτά αργότερα ο Κοσµάς κείτεται νεκρός στο κτήµα της Λεύκης µε δύο σφαίρες στο στήθος και µία στο κεφάλι. Ο εκτελεστής αρπάζει από την κερµατοθήκη του ποσό 10 ευρώ, βγαίνει στον δρόµο, καλεί ένα άλλο ταξί και επιστρέφει στην πόλη. Πρώτος του σταθµός, σύµφωνα µε ασφαλείς πληροφορίες, ο ιερέας θείος του στον οποίο εξοµολογείται την αποτρόπαια πράξη του και ζητά συγχώρεση από τον Θεό. Στη συνέχεια τηλεφωνεί σε συγγενή της γυναίκας του, οδηγό ταξί, και του ζητά δανεικά. «Χρειάζοµαι 200 ευρώ, τώρα!». Εκείνος τού τα δίνει χωρίς δεύτερη σκέψη και ο Θύµιος κατευθύνεται σε σούπερ µάρκετ της περιοχής προκειµένου να αγοράσει όσα του είχε ζητήσει η γυναίκα του το πρωινό της ίδιας µέρας, παίρνοντας ωστόσο µαζί ένα µπουκάλι Martini και µερικές µπίρες. Η ώρα πλησιάζει έξι. Οι συγγενείς του άτυχου Κοσµά συνεχίζουν να τον αναζητούν µέχρι τη στιγµή που το τελευταίο στίγµα από το GPS του αυτοκινήτου δίνεται στην περιοχή της Λεύκης. Μισή ώρα αργότερα, τρεις συνάδελφοι του Κοσµά και άνδρες της Αστυνοµίας βρίσκονται µπροστά από το πτώµα του και αντιµέτωποι µε ένα µυστήριο που µοιάζει αδύνατο να κατανοηθεί. Την ίδια ώρα ο Θύµιος γευµατίζει µε τη σύζυγό του. Εκείνη δεν τον βλέπει καλά και στις επίµονες ερωτήσεις της για το τι του συµβαίνει λαµβάνει την απάντηση ότι ταλαιπωρείται εδώ και ώρα από έναν τροµερό πόνο στο στοµάχι. Την κουβέντα τους διακόπτει ένα τηλεφώνηµα από την Αστυνοµία στο οποίο κάποιος συνάδελφός του τον ενηµερώνει ότι ένα πτώµα βρέθηκε πριν από λίγο στο κτήµα του πατέρα του. Πηγαίνει, επιστρέφει, χάνεται στις σκέψεις του, µετανιώνει, τρέµει, µέχρι τη στιγµή που οι συνάδελφοί του, του περνούν χειροπέδες µε τη φράση «συλλαµβάνεσαι». Μια κάµερα και οι κάλυκες από το 45άρι περίστροφό που µόνο εκείνος διαθέτει σε ολόκληρο το Α.Τ. Καστοριάς τον προδίδουν µετατρέποντάς τον ταυτόχρονα από µεγάλο ήρωα σε στυγνό δολοφόνο. Οι συµπολίτες του, τώρα, θρηνούν διπλά: τόσο για το άδικο φινάλε του πάντα χαµογελαστού Κοσµά όσο και για εκείνο του Θύµιου. Του «καλού παιδιού» από τους Μανιάκους Καστοριάς…
Η πιάτσα στην Καστοριά όπου ο 30χρονος αστυνομικός μπήκε στο ταξί του 52χρονου θύματος. Η κάμερα του περιπτέρου κατέγραψε τις κινήσεις του
Το παπαδοπαίδι που έγινε «Ρόµποκοπ» χωρίς τη θέλησή του
Η ζωή του Θύµιου ∆ηµητρόπουλου ξεκινάει το 1987 στους Μανιάκους, ένα µικρό χωριό λίγα χιλιόµετρα έξω από την Καστοριά, και στο πλαίσιο µιας από τις πλέον ευυπόληπτες οικογένειες της περιοχής. Ο πατέρας του είναι ο οδηγός και γραµµατέας του µητροπολίτη Καστοριάς Σεραφείµ και η µητέρα του, αδελφή δύο ιδιαίτερα αγαπητών ιερέων της πόλης. Οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής θυµούνται τον Θύµιο ως ένα καλό παιδί µε µεγάλες δόσεις εσωστρέφειας και ελάχιστους φίλους. Η πρώτη φορά που γίνεται ήρωας για τους συντοπίτες του είναι όταν σε ηλικία 15 ετών βρίσκει στον δρόµο ένα πορτοφόλι µε µεγάλο χρηµατικό ποσό και σηµαντικά έγγραφα το οποίο και παραδίδει στα χέρια των αστυνοµικών της περιοχής για να καταλήξει στον ιδιοκτήτη του. Θυµούνται ακόµη ότι το όνειρο του Θύµιου ήταν να γίνει καπετάνιος στα καράβια, ένα όνειρο όµως που ξέφτισε µπροστά στην άρνηση του πατέρα του ο οποίος ήθελε να δει τον γιο του παπά ή αστυνοµικό. Ο Θύµιος τελικά ξεχνά το όνειρο των θαλασσών, συµµετέχει σε πανελλήνιο διαγωνισµό (χωρίς εξετάσεις αλλά µε µοριοδότηση) και ξεκινά να εργάζεται ως ειδικός φρουρός στην Αθήνα. Συνεχίζει ωστόσο να µην είναι ευτυχισµένος, να µην αισθάνεται γεµάτος. Η ζωή στη µεγάλη πόλη δεν του αρέσει και η επιστροφή του στην Καστοριά ισούται µέσα του µε σκοπό ζωής. Είναι στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014 όταν η µητέρα του τού τηλεφωνεί και του λέει ότι αν κατέβει υποψήφιος στο τοπικό συµβούλιο Μανιάκων µε τον συνδυασµό ενός υποψήφιου δηµάρχου και καταφέρει να εκλεγεί, τότε θα έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει την πολυπόθητη µετάθεση από την Αθήνα στην Καστοριά. Ο Θύµιος δέχεται αλλά δεν εκλέγεται µε αποτέλεσµα η επιθυµία της επιστροφής να παραµείνει όνειρο. Η εκπλήρωση ωστόσο του εν λόγω ονείρου δεν θα αργήσει να δει το φως της µέρας. ∆ύο µήνες αργότερα, ο Θύµιος συλλαµβάνει τον καταζητούµενο από τις Αρχές Νίκο Μαζιώτη και όταν η ηγεσία του υπουργείου ∆ηµόσιας Τάξης τον ρωτά πώς επιθυµεί να τον ανταµείψει για την πράξη του, εκείνος απαντά ότι θέλει να επιστρέψει στην Καστοριά. Η επιστροφή στη γενέτειρά του και η νέα του θέση στο αστυνοµικό τµήµα της πόλης δεν συνοδεύεται από την πολυπόθητη ευτυχία, καθώς ο ίδιος δεν είναι το απλό παιδί που έφυγε κάποτε από το χωριό. Ο Θύµιος, σύµφωνα µε τα λεγόµενα κάποιων συναδέλφων του, επιδεικνύει συχνά-πυκνά µια ανεξήγητη συµπεριφορά, είναι οξύθυµος, νευρικός, µοναχικός, απόµακρος. Μέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα µετατίθεται στο Τµήµα ∆ίωξης Ναρκωτικών Καστοριάς, λίγο αργότερα και ύστερα από επίκληση προσωπικών λόγων επιστρέφει ξανά στη θέση του απλού αστυνοµικού ενώ πριν από λίγο καιρό ξαναµετατίθεται στην ΟΠΚΕ (Οµάδα Πρόληψης Καταστολής Εγκλήµατος). Σύµφωνα µε πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, στην καθηµερινή του ζωή δεν έχει φίλους, δεν βγαίνει συχνά και όταν το κάνει συνηθίζει να κυκλοφορεί στους δρόµους της πόλης µε περίστροφο, επιγονατίδες και αλεξίσφαιρο γιλέκο ως άλλος Ρόµποκοπ. Τη χαρά, την ηρεµία και την πολυπόθητη ευτυχία τη συναντά ωστόσο κάποια στιγµή στο πρόσωπο µιας νεαρής κοπέλας, ο πατέρας της οποίας εργαζόταν ως ταξιτζής στην Καστοριά. Ο Θύµιος θέλει να την παντρευτεί, να µοιραστεί µαζί της τη ζωή και τα όνειρά του, µια επιθυµία που θα έρθει για ακόµη µία φορά αντιµέτωπη µε το «όχι» του πατέρα του. Αυτή τη φορά ο πόλεµος είναι µεγάλος, αλλά ο Θύµιος δεν σκοπεύει να τον χάσει. Παρά τις απειλές των δικών του πως αν παντρευτεί αυτή τη γυναίκα θα τον αποκληρώσουν, εκείνος δεν τους ακούει ανεβαίνοντας πριν από λίγο διάστηµα τα σκαλιά της εκκλησίας µε την εκλεκτή της καρδιάς του. Στον γάµο του, στο χωριό Οµορφοκκλησιά, καλεί ελάχιστους ανθρώπους αφήνοντας, σύµφωνα µε µαρτυρίες, εκτός λίστας τους ίδιους τους γονείς του. Οι τελευταίοι, παρά τις σθεναρές τους αντιρρήσεις, αποφασίζουν ωστόσο να παρευρεθούν στο µυστήριο βάζοντας στην άκρη τις προσωπικές τους επιθυµίες. Οι σχέσεις µεταξύ γονιών και γιου µοιάζουν να έχουν εξοµαλυνθεί, όµως µέσα του ο Θύµιος υποφέρει και αισθάνεται ότι είναι πολύ αργά για συγχωροχάρτια. Οι επί σειρά ετών προστριβές µε τους δικούς του «µετακοµίζουν» το νιόπαντρο ζευγάρι σε ένα διαµέρισµα στο κέντρο της πόλης, µακριά από τους Μανιάκους.
Το σπίτι του θύματος
Τα σενάρια µιας περίεργης δολοφονίας
Το πρώτο σενάριο γράφεται από τον ίδιο τον Θύµιο ∆ηµητρόπουλο και φέρει ως τίτλο τη λέξη «ληστεία». Ο δράστης στην πολύωρη απολογία του υποστήριξε µεταξύ άλλων ότι είχε χάσει µεγάλο χρηµατικό πόσο στον ιντερνετικό τζόγο και έπρεπε πάση θυσία να εξασφαλίσει το ποσό των 200 ευρώ προκειµένου να προµηθευτεί από σούπερ µάρκετ κάποια πράγµατα που του είχε ζητήσει νωρίτερα η σύζυγός του: «Οταν µπήκα στο ταξί δεν ήθελα να σκοτώσω. ∆ιακόσια ευρώ χρειαζόµουν. Τον οδήγησα σε µια περιοχή που γνωρίζω κι εκεί έβγαλα όπλο. Ο οδηγός αντέδρασε. Βγήκε από το αµάξι. Εγώ δεν περίµενα τέτοια αντίδραση και πανικοβλήθηκα. Οταν επιχείρησε να µε χτυπήσει, τον πυροβόλησα πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε. ∆εν γνώριζα τον οδηγό ταξί που σκότωσα. Ηµουν πιεσµένος από την οικονοµική µου κατάσταση», φέρεται να είπε στους αξιωµατικούς της Ασφάλειας Καστοριάς. Το παραπάνω σενάριο για τους περισσότερους κατοίκους της πόλης ακούγεται ως κάτι παραπάνω από εξωπραγµατικό. Ολοι αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν ένας τόσο έµπειρος αστυνοµικός να πάει σε µια πιάτσα µε κάµερα, να οδηγήσει το υποψήφιο θύµα του στο κτήµα του πατέρα του, να το σκοτώσει µε το υπηρεσιακό του όπλο κι ύστερα να αποχωρήσει από τον τόπο του εγκλήµατος χωρίς να πάρει το ποσό για το οποίο διέπραξε το έγκληµα.
Η ασυναρτησία των κινήσεών του σε συνδυασµό µε την επαγγελµατική του ιδιότητα αποτελούν άλλωστε και τον κύριο λόγο για τον οποίο όσο περνάει ο καιρός γράφεται ολοένα και ένα νέο σενάριο όπως αυτό που θέλει να υπήρξε µεταξύ ανάµεσα σε δράστη και θύµα, µια έντονη διαµάχη για κάποια γυναίκα. Πρόσωπα της πόλης µαρτυρούν µάλιστα ότι πριν από περίπου τρεις µήνες είχαν δει τους δύο άνδρες, τον Κοσµά και το Θύµιο, να λογοµαχούν έντονα. Το γεγονός ωστόσο ότι σύµφωνα µε τα λεγόµενα του πατέρα του δράστη, ο γιος του και η νύφη του ήταν ένα πολύ ευτυχισµένο ζευγάρι που προσπαθούσε να αποκτήσει παιδί, αποδυναµώνει εν µέρει το εν λόγω σενάριο.
Ενα άλλο σενάριο που συζητείται έντονα στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας είναι αυτό που σκιαγραφεί ύποπτες συναλλαγές µεταξύ των δύο ανδρών, που έχουν να κάνουν µε διακίνηση ναρκωτικών και µεταφορά λαθροµεταναστών, πράγµα το οποίο δεν έχει αποδειχθεί. ∆εν θα αργήσειόπως φαίνεται να αποδειχθεί αν το κίνητρο της δολοφονίας ήταν η ληστεία και αν οι δύο άνδρες γνωρίζονταν κατά το παρελθόν καθώς έχει διαταχθεί άνοιγµα των τραπεζικών λογαριασµών και άρση του τηλεφωνικού απορρήτου τους. Οποια κι αν είναι η λύση του µυστήριου αυτού γρίφου δεν θα πρέπει να ξεχνάµε «Το ξυράφι του Οκαµ», την επιστηµονική αρχή του Αγγλου φιλοσόφου Λογικής, Γουλιέλµου του Οκαµ, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η απλούστερη εξήγηση είναι συνήθως η σωστή» ήτοι πως «όταν ακούµε καλπασµό, καλό είναι να σκεφτόµαστε το άλογο και όχι τη ζέβρα»… ∆ηλαδή, το προφανές.
Το πατρικό του δράστη στους Μανιάκους Καστοριάς
«Ζητώ συγχώρεση από τον Θεό»
Μία εβδοµάδα µετά το φονικό η υπόθεση φαίνεται ότι θα πάρει πολύ καιρό µέχρι να κλείσει όπως ακριβώς και τα στόµατα όσων µιλούν χωρίς να ξέρουν ή αντιστρόφως όσων ξέρουν και δεν µιλούν. Στο σπίτι του άτυχου Κοσµά Τζέλιου κυριαρχεί µόνο το µαύρο, τόσο στην ψυχή όσο και στην αµφίεση των απαρηγόρητων συγγενών του. Ο γιος του, Γιάννης, την περασµένη Τετάρτη ξέσπασε σε λυγµούς όταν επισκέφθηκε την πιάτσα των ταξί, ενώ η κόρη του Αθανασία δεν µπορεί ακόµη και σήµερα να πιστέψει το κακό που χτύπησε την οικογένειά της. Το ίδιο αισθάνεται και ο µέχρι πρότινος υπερήφανος πατέρας του αστυνοµικού, ο οποίος λίγες ηµέρες πριν το φονικό έλεγε σε κάποιους γνωστούς του πόσο υπερήφανος αισθάνεται για τον γιο του καθώς σε λίγες ηµέρες περίµεναν τα παράσηµα και τη µισθολογική του αύξηση από τη σύλληψη Μαζιώτη. Ο αλλοτινός ήρωας κρατείται σήµερα προφυλακισµένος στις Φυλακές Γρεβενών, µόνος σε ένα κελί, κι όσο κι αν ζητάει συγχώρεση από τον Θεό επειδή παρέβη την εντολή «Ου φονεύσεις», τίποτε δεν θα είναι ικανό να τον λυτρώσει πέρα από την αποκάλυψη της αλήθειας και την τήρηση της 9ης εντολής της Παλαιάς ∆ιαθήκης, µια «εντολή» ενάντια στο ψέµα…
Το διαμέρισμα του δράστη στην Καστοριά