Για ισχυρό σεισμό που αναμένεται να πλήξει τη χώρα προειδοποιεί ο σεισμολόγος Κώστας Παπαζάχος. Σεισμούς θα έχουμε. Είτε το θέλουμε, είτε όχι…
Μετά τον πρόσφατο καταστροφικό σεισμό στην Ιταλία ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ Κώστας Παπαζάχος μίλησε στο περιοδικό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, για τον άσπονδο φίλο της Ελλάδας, τον Εγκέλαδο. Ο καθηγητής συνιστά ψυχραιμία, δεδομένου ότι ο σεισμός και ειδικά στη χώρα μας “είναι ότι πιο φυσιολογικό”, ενώ διαβεβαιώνει ότι τα Ρίχτερ στη γείτονα δεν μπορούν να μας επηρεάσουν.
Κάθε μέρα οι Έλληνες… κουνιόμαστε. Τι ακριβώς εννοούμε; Περίπου 30-50 σεισμικές δονήσεις καταγράφονται στους σεισμολογικούς σταθμούς της χώρας και εντοπίζονται σε διάφορες περιοχές. Μόνο που ευτυχώς είναι μικρής έντασης, τις περισσότερες φορές ούτε τις αντιλαμβανόμαστε. Εξάλλου, «η σεισμικότητα στην Ελλάδα είναι σταθερά υψηλή εδώ και εκατομμύρια έτη. Αποτελεί επιστημονικό, αλλά και κοινωνικό παραλογισμό να νομίζουμε ότι αυτό θα αλλάξει τα επόμενα έτη» ξεκαθαρίζει ο καθηγητής Γεωφυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κώστας Παπαζάχος.
«Είναι ό,τι πιο φυσιολογικό συμβαίνει» προσθέτει με απόλυτη ψυχραιμία και ηρεμία. Μπορεί για όλους εμάς ένας σεισμός να προκαλεί φόβο, άγνωστο, ανασφάλεια, να αισθανόμαστε απροστάτευτοι, ανυπεράσπιστοι και ευάλωτοι, ωστόσο οι ειδικοί επιστήμονες τον σεισμό τον ερμηνεύουν εντελώς διαφορετικά. Όπως μας εξηγεί ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, «με τον όρο σεισμό περιγράφουμε τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τη σεισμική κίνηση, δηλαδή τη σεισμική δόνηση ή αλλιώς σεισμικό κραδασμό που νοιώθουν οι άνθρωποι, όταν τα σεισμικά κύματα φτάνουν εκεί που κατοικούν. Από τις αρχές του 20ου αιώνα που γνωρίζουμε ότι οι σεισμοί οφείλονται στην απότομη κίνηση της Γης σε ρήγματα, δηλαδή σε μεγάλες «ρωγμές» κυρίως στα πρώτα 40χιλιόμετρα του φλοιού της Γης, ο όρος σεισμός καταχρηστικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σεισμική εστία, δηλαδή το σημείο που γεννιούνται τα σεισμικά κύματα στο ρήγμα. Η πραγματική έννοια, όμως, της λέξης αφορά τη δόνηση και όχι την αιτία. Έτσι όταν το σπίτι μας δονείται λόγω π.χ. μίας τεχνητής έκρηξης (π.χ. από τεχνικά έργα) ή ακόμα και όταν περνάει κοντά ένα μεγάλο όχημα (π.χ. φορτηγό) και αυτό είναι σεισμός! Φυσικά οι πιο ισχυροί σεισμοί γεννιούνται μόνο στα φυσικά ρήγματα, που σε ακραίες περιπτώσεις φτάνουν (π.χ. σεισμός Σουμάτρας) και τα 1000 χιλιόμετρα μήκος».
Ευτυχώς, ξεχνάμε!
Το θέμα, όμως, είναι αν εμείς έχουμε συνηθίσει να ζούμε με τους σεισμούς ή τα τελευταία χρόνια το έχουμε κάπως ξεχάσει; «Μάλλον το έχουμε ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό» μας απαντά αμέσως, ο κ. Παπαζάχος. Κι αυτό όπως μας εξηγεί «αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες, ένα μόνιμο και ένα προσωρινό. Ο μόνιμος παράγοντας είναι το γεγονός ότι οι καταστρεπτικοί σεισμοί στη χώρα μας είναι μία φυσική καταστροφή, η οποία συμβαίνει ανά σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα σε κάθε περιοχή, της τάξης των δεκαετιών ή και περισσότερο. Η συχνότητα αυτή είναι μεγαλύτερη από άλλα φυσικά φαινόμενα που μας απειλούν ή επηρεάζουν τη ζωή μας(π.χ. πλημμύρες, πυρκαγιές, κλπ.) με αποτέλεσμα να ‘’ξεχνάμε’’ τον υπαρκτό και σοβαρό σεισμικό κίνδυνο. Ο προσωρινός λόγος οφείλεται στην παρούσα οικονομική κρίση, η οποία θέτει άλλα, πιο πιεστικά θέματα στην πολιτεία και την κοινωνία, με αποτέλεσμα τα μέτρα και δράσεις πρόληψης να ξεχνιούνται, μπροστά στα πιο επείγοντα και άμεσα οικονομικά προβλήματα».
«Μεγάλους σεισμούς περιμένουμε πάντοτε στην Ελλάδα»
Εμείς μπορεί να ξεχνάμε και ορθώς πράττουμε βέβαια, οι σεισμολόγοι όμως τι κάνουν; Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι σεισμολόγοι παρατηρούν, κρίνουν, διαπιστώνουν και τέλος, ξέρουν. Γνωρίζουν το πότε, το πού, αλλά δεν μας το ανακοινώνουν, δεν μας το γνωστοποιούν. Κρύβεται κάτι πίσω από την καταγραφή ασθενών ή ισχυρών δονήσεων από τους σεισμογράφους; «Θα πρέπει να τονιστεί ότι σήμερα δεν υπάρχει η επιστημονική γνώση να ξέρουμε με την επιθυμητή ακρίβεια το πού και πότε θα γίνει σεισμός. Γνωρίζουμε όμως με αρκετή ακρίβεια τις αναμενόμενες βλάβες σε επίπεδο 50ετίας στον ελληνικό χώρο και η γνώση αυτή έχει ενσωματωθεί στους ισχύοντες αντισεισμικούς κανονισμούς. Άρα υπάρχει επαρκής προστασία από τους ισχυρούς σεισμούς, αρκεί να χτίζουμε σπίτια με τη σωστή αντισεισμική προστασία» διευκρινίζει ο κ. Παπαζάχος.
Όσο για το τι θα συμβεί στην Ελλάδα και τι πρέπει να περιμένουμε ο καθηγητής Γεωφυσικής υπογραμμίζει ότι «στην Ελλάδα έχουμε κατά μέσο όρο ένα σεισμό με μέγεθος 6.3 ή μεγαλύτερο. Λέγοντας κατά μέσο όρο, εννοούμε ότι μπορεί ένα και δύο έτη να έχουμε μικρότερους μέγιστους σεισμούς και σε μία επόμενη χρονιά να έχουμε 2 ή και 3 ισχυρούς σεισμούς. Υπήρχαν περίοδοι στον ελληνικό χώρο με μειωμένη ή αυξημένη σεισμικότητα, π.χ. η δεκαετία 1950-1960 είχε μερικούς από τους καταστρεπτικότερους σεισμούς του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, όπως π.χ. το μεγαλύτερο σεισμό της Ευρώπης τον 20ο αιώνα (Αμοργός, μεγέθους 7.5 Ρίχτερ). Όμως, στο επίπεδο της ανθρώπινης ζωής (75-80 έτη σήμερα στην Ελλάδα) η μέση σεισμικότητα είναι πρακτικά αμετάβλητη. Άρα, η προφανής απάντηση είναι ότι μεγάλους σεισμούς περιμένουμε πάντοτε στην Ελλάδα, και θα συμβούν είτε το θέλουμε είτε όχι».
Όσο για το ποιες περιοχές όμως βρίσκονται στο «κόκκινο» όσον αφορά μιας μικρής ή μεγαλύτερης έντασης σεισμικής δόνησης ο κ. Παπαζάχος δηλώνει ότι «η έρευνα πάνω στα θέματα της πρόγνωσης των σεισμών, κατά συνέπεια και των συνεπειών τους, έχει δείξει ότι παραμένει προς το παρόν εντελώς ανέφικτος ο στόχος της βραχυπρόθεσμης πρόγνωσης, δηλαδή δεν μπορούμε να ξέρουμε τις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες το που, πότε και πόσο μεγάλος σεισμός θα συμβεί στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού. Η γνώση αυτή δεν υπάρχει, ούτε στην Ελλάδα, ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μακροπρόθεσμη πρόγνωση (επίπεδο δεκαετιών) έχει επιτευχθεί εδώ και πολλά χρόνια και (αν και έχει ακόμα προβλήματα) έχει ενσωματωθεί στους αντισεισμικούς κανονισμούς». Όπως συμπληρώνει «τα τελευταία έτη γίνεται μία προσπάθεια για την μεσοπρόθεσμη πρόγνωση (πρόγνωση με αβεβαιότητα λίγων ετών), με στόχο να βοηθήσει την πολιτεία να οργανώσει καλύτερα τα μέτρα ετοιμότητας. Όμως αυτή η γνώση είναι ακόμα σε ερευνητικό και όχι επιχειρησιακό επίπεδο, έχει αβεβαιότητες και δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τους πολίτες για την προσωπική τους προστασία. Κατά συνέπεια η αναφορά από ορισμένους σε «κόκκινες περιοχές», «ώριμα ρήγματα» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις όχι μόνο στερείται επιστημονικής βάσης (σε παγκόσμιο επίπεδο), αλλά και αποπροσανατολίζει την κοινωνία και την πολιτεία από το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή την ανάγκη αποτελεσματικής αντισεισμικής πρόληψης και προστασίας».
Μπορεί ο σεισμός της Αθήνας να μην ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, καθώς ήταν έντασης 5,9 της κλίμακας Ρίχτερ, ωστόσο ήταν ο πιο καταστρεπτικός στην ιστορία του ελληνικού κράτους, αφού χτύπησε το μεγαλύτερο αστικό και οικονομικό συγκρότημα της χώρας μας, δηλαδή την πρωτεύουσα, εξηγεί ο κ. Παπαζάχος. Ως αποτέλεσμα, τόσο οι άμεσες ανθρώπινες (θύματα, τραυματίες) και οικονομικές (καταρρεύσεις, καταστροφές) συνέπειες, όσο και οι έμμεσες συνέπειες (διακοπή οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας, κατάρρευση λειτουργίας εμπορικού ιστού, κλπ.) ήταν εξαιρετικά επώδυνες.
«Το παραπάνω παράδειγμα δείχνει πόσο λίγη σημασία έχει (σε ορισμένες περιπτώσεις) το μέγεθος του σεισμού. Για παράδειγμα, κανείς δε θυμάται τον πολύ μεγαλύτερο (μέγεθος 6.8 της κλίμακας Ρίχτερ) μεταγενέστερο σεισμό του Βορείου Αιγαίου το 2014, αφού οι συνέπειές του ήταν πολύ μικρότερες. Αντίθετα πολύ μικροί σεισμοί της τάξης του μεγέθους 5.5-5.9 της κλίμακας Ρίχτερ όπως της Αθήνας το 1999 είχαν σημαντικές επιπτώσεις σε κοντινά αστικά κέντρα, π.χ. Πύργος 1993, Κόνιτσα 1996, κλπ.».
Η επόμενη ερώτησή μας εύλογα είναι αν από τότε μέχρι σήμερα έχει αλλάξει κάτι; Έχουν μείνει ελλιπή κάποια μέτρα προστασίας που είχαν εντοπιστεί τότε και τελικά έμειναν στο συρτάρι; Τι απαντά ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ; Ναι, μεν αλλά…
«Σίγουρα κάποια πράγματα άλλαξαν μετά το σεισμό της Αθήνας. Για παράδειγμα επικαιροποιήθηκαν (ειδικότερα αυστηροποιήθηκαν) οι σεισμικές δράσεις για τις οποίες πρέπει να χτίζουμε τα σπίτια μας με μεταγενέστερη αναθεώρηση του αντισεισμικού κανονισμού. Η αναθεώρηση αυτή (Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός 2000) «προκλήθηκε» ουσιαστικά από το σεισμό της Αθήνας. Όμως, πολλά θέματα έχουν μείνει στα συρτάρια, ακόμα και όταν έχουν εξαιρετικά περιορισμένο οικονομικό κόστος. Έτσι, το πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου δημοσίων κτιρίων ουσιαστικά είναι τελματωμένο, οι προτάσεις για παροχή κινήτρων για ενίσχυση ιδιωτικών κτιρίων που αποδεδειγμένα έχουν προβλήματα αντισεισμικής επάρκειας (π.χ. παλαιά κτίρια με πυλωτές) δεν προχωράνε. Ειδικά στο θέμα των σεισμολογικών δικτύων υπάρχει ένα φαινόμενο κατάρρευσης, αφού ο ΟΑΣΠ έχει να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία τους από το 2014, με αποτέλεσμα να έχει σταματήσει η λειτουργία περίπου του 40% των σεισμολογικών σταθμών της χώρας».
Όσον αφορά στο «καυτό» θέμα της προστασίας κτιρίων, ο κ. Παπαζάχος επισημαίνει ότι « αν και η Ελλάδα έχει κάνει μεγάλα βήματα στο θέμα της αντισεισμικής προστασίας των κατασκευών, κυρίως με την ανάπτυξη και επικαιροποίηση των Αντισεισμικών Κανονισμών που επηρεάζουν τις νέες κατασκευές, αλλά και ειδικών κανονισμών όπως ο Κανονισμός Επεμβάσεων (ένας από τους λίγους παγκοσμίως) που αφορούν τις κατασκευές που έχουν πληγεί από σεισμό, ελάχιστα πράγματα γίνονται για τον υφιστάμενο δομικό ιστό, δηλαδή τα παλαιά κτίρια. Τα κτίρια αυτά είναι χτισμένα με παλαιούς κανονισμούς ή και χωρίς κανένα κανονισμό ή επίβλεψη από μηχανικό(τα περισσότερα κτίρια της επαρχίας). Για τα κτίρια αυτά δεν υπάρχει καμία συστηματική μέριμνα».
Μάλιστα, προσθέτει ότι «νομοθετικές παρεμβάσεις όπως η νομιμοποίηση αυθαιρέτων, χωρίς κανένα έλεγχο αντισεισμικής επάρκειας των κτιρίων που νομιμοποιούνται, οδηγεί στην επιδείνωση της κατάστασης». Επιπλέον, πρόσθεσε ότι, «όπως είπα και πριν, η πρόληψη είναι το μεγάλο θύμα της οικονομικής κρίσης και βρίσκεται σήμερα σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο».
Τέλος, όσο για τους φόβους μας αν ο πρόσφατος καταστροφικός σεισμός στην Ιταλία πόσο επηρεάζει και μπορεί να προκαλέσει μια σεισμική δραστηριότητα και στην Ελλάδα, ο κ. Παπαζάχος δηλώνει κατηγορηματικά: «Η Ιταλία ανήκει σε μία εντελώς διαφορετική σεισμοτεκτονική ενότητα, με εντελώς ανεξάρτητη σεισμικότητα. Σεισμοί της τάξης μεγέθους 6.0 ως 6.5 της κλίμακας Ρίχτερ, όπως ο πρόσφατος σεισμός στην Ιταλία, δεν μπορούν να επηρεάσουν παρά μόνο την κοντινή περιοχή της κεντρικής ιταλικής χερσονήσου».