Ποιοι οι σοκαριστικοί διάλογοι Λουκόπουλου-Τσαγκάρη δευτερόλεπτα πριν τη δολοφονία;
Τα όσα προηγήθηκαν της δολοφονίας του Μάριου Λουκόπουλου περιέγραψε λέξη τη λέξη ο παραολυμπιονίκης, Βασίλης Τσαγκάρης στην πρώτη του κατάθεση, λίγες ώρες μετά το φόνο.
Σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, ο 39χρονος αθλητής που φέρεται να πυροβόλησε πέντε φορές τον Μάριο Λουκόπουλο με τις σφαίρες να βρίσκουν το θύμα στην κοιλιά στο θώρακα, στο δεξί χέρι αλλά και στο κεφάλι μιλώντας τόσο στους αστυνομικούς όσο και στον ανακριτή παραδέχτηκε την πράξη του, ωστόσο ανέφερε ότι το έκανε προκειμένου να αμυνθεί για τον εαυτό του αλλά και για να προστατεύσει την οικογένειά του από τον 47χρονο επιχειρηματία.
«Συμφωνήσαμε να έρθει στο μαγαζί στις 22:30 της Πέμπτης. Αυτός δεν ήρθε ακριβώς στις 22:30 και τον πήρα κάποια τηλέφωνα και μάλιστα επειδή ήμουν κουρασμένος θέλησα να αναβάλω το ραντεβού. Όντως μετά από λίγο ήρθε. Θέλω να σας πω σε αυτό το σημείο πριν έρθει ο Μάριος στο ΠΡΟΠΟτζιδικο, γύρω στις 22:00-22:05 έκλεισα τις κάμερες του μαγαζιού.
Το έκανα αυτό γιατί ήθελα να εκφοβίσω τον Μάριο για όλα αυτά που είχαν γίνει» ανέφερε στους αστυνομικούς, ενώ συνεχίζοντας την αφήγησή του είπε: «Είχα πάνω μου ένα πιστόλι και μ’ αυτό θα τον απειλούσα ότι αν ξαναπειλούσε την οικογένεια μου θα τον σκότωνα. Επειδή όμως ήξερα ότι ήταν δικομανής κι ότι θα μπορούσε να αποδείξει αυτό που έκανα από τις κάμερες που έχει το μαγαζί, έκλεισα τις κάμερες για να μην μπορεί να το αποδείξει».
Οι αξιωματικοί της αστυνομίας που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και κατέγραφαν κάθε λέξη του δράστη, στη συνέχεια άκουσαν από τα χείλη του Βασίλη Τσαγκάρη να τους λέει τα εξής: «Ήρθε λοιπόν ο Μάριος, μπήκε μέσα αφού του άνοιξα εγώ τα ρολά και κάθισε σε ένα τραπέζι. Θυμάμαι ότι τον ρώτησα αν ήθελε κάτι να πιεί και αυτός άρχισε να μου λέει για την Κατερίνα κι ότι δεν τον άφηνε να δει τα παιδιά.
Δεν μου μιλούσε πάνω από πέντε λεπτά και τότε εγώ τον διέκοψα και του είπα: «Μάριε, έκανες ένα τραγικό λάθος. Απείλησες κι έπιασες στο στόμα σου την μάνα μου και την οικογένειά μου». Τότε έβγαλα κάτω από το μαξιλαράκι που έχει το καροτσάκι μου ένα πιστόλι που είχα κρύψει εκεί γι αυτό το σκοπό, τον σημάδεψα και τον απείλησα, χωρίς να έχω οπλίσει».
Αφηνίασα και τον πυροβόλησα δυο φορές
Από εκείνο το σημείο και μετά η κατάσταση μέσα στο πρακτορείο ξέφυγε, με αποτέλεσμα όπως ισχυρίστηκε ο Παραολυμπιονίκης, οι δύο άνδρες να πιαστούν στα χέρια, να ακουστούν βαριές κουβέντες και να πέσουν πυροβολισμοί. Μάλιστα όπως ο ίδιος παραδέχεται στη συγκεκριμένη ομολογία, η οποία περιλαμβάνεται στη δικογραφία, πυροβόλησε δυο φορές εναντίον του θύματος.
«Τότε ο Μάριος πετάχτηκε πάνω, έπιασε κι αυτός το πιστόλι με τα χέρια του και παλεύαμε για αρκετά δευτερόλεπτα ποιος θα κρατήσει το πιστόλι. Έτσι όπως παλεύαμε και μπλέχτηκαν τα χέρια μας, το όπλο οπλίστηκε κι έφυγαν και δυο πυροβολισμοί χωρίς να καταλάβω ποιος το έκανε. Μετά από αυτό εγώ πυροβόλησα ηθελημένα χωρίς όμως να καταλάβω εάν όντως τον πέτυχα. Τότε αυτός μου είπε «τι έκανες;» κι όταν τον ρώτησα αν χτύπησε, μου απάντησε ότι τον πυροβόλησα στο στήθος.
Αυτός άρχισε να πετάει καρέκλες και τραπέζια προς το μέρος μου και μου έλεγε να μην συνεχίσω για να μην πάθω τόσο μεγάλη ζημιά, από θέμα δικαστηρίου. Εγώ είχα αφηνιάσει του είπα: «μ……. απείλησες τη μάνα μου» και στη συνέχεια τον πυροβόλησα. Ο Μάριος είχε κρυφτεί πίσω από ένα τραπέζι το οποίο είχε αναποδογυρίσει, εγώ επειδή είμαι σε καροτσάκι δεν έβλεπα που είναι ακριβώς, πλησίασα και πυροβόλησα πάνω από το τραπέζι χωρίς να σημαδεύω. Εν τω μεταξύ πριν πυροβολήσω για δεύτερη φορά μιλούσε στο τηλέφωνο κι έλεγε: «Με πυροβολούν, με σκοτώνουν».
«Μετά τον δεύτερο πυροβολισμό δεν ακούστηκε να μιλάει ξανά. Πήγα από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, τον είδα που βαριανάσαινε ανάσκελα στο πάτωμα κι ότι γύρω από αυτόν υπήρχε λίμνη αίματος. Μετά πήγα πίσω από τον πάγκο, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και του μαγαζιού και κατέβασα τα ρολά χωρίς να κλείσω την πόρτα».
Η πρώτη απολογία του δράστη δόθηκε τις πρωινές ώρες της περασμένης Παρασκευής, λίγες ώρες μετά τη δολοφονία. Η δεύτερη απολογία του δράστη ήταν στον ανακριτή, ενώ ακολούθησε κι ένα έγγραφο απολογητικό υπόμνημα. Στο τετ α τετ του με τον ανακριτή ο Βασίλης Τσαγκάρης ομολόγησε και στον δικαστικό λειτουργό το έγκλημά του, ωστόσο όπως ανέφερε όλα ξεκίνησαν μετά από τη λεκτική επίθεση και τις απειλές που δέχτηκε από το θύμα, όταν του αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον της πρώην συζύγου του Λουκόπουλου, σε δικαστήριο που ήταν προγραμματισμένο για τις 30 Μαρτίου. Πάνω στην ένταση ο Βασίλης Τσαγκάρης έβγαλε το όπλο.
Και επακολούθησαν οι παρακάτω σκηνές όπως τις περιέγραψε στην απολογία του. «Τότε εκείνος εξαγριωμένος, σηκώθηκε από την καρέκλα του και μου απηύθηνε τις φράσεις.
«Ρε ανάπηρε, ανίκανε που πήγες με τη γυναίκα μου, τώρα θα δεις πως θα γ…. εσένα και τη μητέρα σου». Στο άκουσμα των παραπάνω εκφράσεων έβγαλα το πιστόλι από το καροτσάκι του αμαξιδίου και του λέω έτσι και ξαναπιάσεις τη μητέρα μου στο στόμα σου με αυτό το όπλο θα σε π…… Εκείνη τη στιγμή μου ορμάει με τα δύο του χέρια προκειμένου να μου αρπάξει το πιστόλι, και τα δύο του χέρια βρέθηκαν πάνω στο πιστόλι.
Στη συνέχεια κι ενώ τα δύο του χέρια βρίσκονταν πάνω στο όπλο, έκανε το γύρο του τραπεζιού συρόμενος πάνω σε αυτό, έφτασε στο πλάι μου, ενώ εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάποια κίνηση έχοντας βάλει και το δεύτερο χέρι μου στο όπλο, το δε αμαξίδιό μου δεν μπορούσε να κάνει προς τα πίσω κίνηση λόγω των φρενών που είχα θέσει.
Τότε εγώ φοβούμενος για τη ζωή μου και συγκεκριμένα ότι ο Μάριος Λουκόπουλος θα μου αφαιρούσε το πιστόλι και θα με σκότωνε ( ας σημειωθεί ότι κάποια στιγμή ένιωσα ότι το πιστόλι έφευγε από τα χέρια μου) τοποθέτησα τους αγκώνες μου πάνω στο τραπέζι για να μπορέσω να στηριχθώ και πάνω στην πάλη που ακολούθησε προφανώς ο Λουκόπουλος όπλισε το πιστόλι το οποίο εκπυρσοκρότησε περισσότερο από μια φορά», ανέφερε στον ανακριτή ο Βασίλης Τσαγκάρης.
Συνεχίζοντας την κατάθεση του στον ανακριτή ο Παραολυμπιονίκης, άλλαξε σε ορισμένα σημεία την προανακριτική του απολογία.
«Ταυτόχρονα στη διάρκεια της πάλης που σας προανέφερα ο Μάριος Λουκόπουλος με εξύβριζε με τις λέξεις: «Κωλόπαιδο, ανάπηρε, άχρηστε, γ… τη μάνα σου», ενώ τον έβριζα κι εγώ. Στη συνέχεια, αφού είχαν προηγηθεί μερικοί πυροβολισμοί, ο Λουκόπουλος μου είπε «άστο κάτω ρε κωλόπαιδο, με έχεις χτυπήσει».
Τότε εγώ τον ρώτησα κι ενώ το όπλο εξακολουθούσε να βρίσκεται ανάμεσα στα χέρια μας εκείνος μου απάντησε ότι τον είχα χτυπήσει στο στήθος. Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι τον είχα χτυπήσει μιας και εκείνος συνέχιζε τις προσπάθειές του να μου αφαιρέσει το όπλο. Στη συνέχεια εκείνος έκανε δυο βήματα παραπίσω κι είδα αίμα στο στήθος του, όποτε και κατάλαβα ότι είχε χτυπηθεί.