Ο Μιχάλης, σήμερα ζει στην Χαλκίδα. Ασχολείται με την οικογενειακή επιχείρηση και την καθημερινότητά του φροντίζουν να την πλημμυρίζουν από ευτυχία τα δύο του παιδιά κι η σύζυγός του.
Το Γενάρη του 1996 υπηρετούσε στο στρατό και συγκεκριμένα ήταν στη 2η μοίρα αλεξιπτωτιστών στην ομάδα καταδρομών. 21 χρονιά μετά και ύστερα από τις συνεχείς προκλήσεις των Τούρκων, θυμάται το πώς βίωσε εκείνες τις μέρες, πάνω στη νησίδα Καλόλιμνος, τότε που η Ελλάδα ήρθε πιο κοντά από ποτέ στον πόλεμο με την Τουρκία.
εν είχαμε πολλά να τον ρωτήσουμε. Τι να ρωτήσεις, εξάλλου, έναν άνθρωπο που έζησε στο… κόκκινο εκείνες τις μέρες αγωνίας. Τις μέρες που ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών δεν ήθελε και πολύ να συμβεί. Ανατρέχοντας σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές θυμάται στο Gazzetta Weekend Journal:
«Γενικότερα, εκείνες τις μέρες και πιο πριν από συμβάν υπήρχε ένας αναβρασμός ,βλέπαμε ότι κάτι θα συμβεί, το αισθανόμασταν. Ήδη είχε προηγηθεί το περιστατικό με την σημαία από τους Τούρκους δημοσιογράφους Την προηγούμενη μέρα (31η Ιανουρίου) που κατέπεσε το ελικόπτερο, εμείς είχαμε άσκηση. Γυρνώντας, λοιπόν, από την άσκηση μάθαμε ότι έπεσε το ελικόπτερο. Οι αξιωματικοί που ήταν τότε, μας έδωσαν να καταλάβουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης και κατά τη γνώμη μου χειρίστηκαν την υπόθεση πολύ σωστά.
Ήμασταν σε εγρήγορση και αναμέναμε εντολές. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι το ηθικό μας ήταν όχι απλά ακμαίο, αλλά στον… Θεό. Εμείς ήμασταν εκεί από καθαρά δική μας επιλογή. Δεν μας είχε υποχρεώσει κανείς, ήταν τιμή και υποχρέωσή μας να πάμε να πολεμήσουμε για την πατρίδα. Ξέραμε ότι ήμασταν εκεί γι αυτό τον σκοπό».
Πότε πήρε το σήμα να φύγει η δική σας ομάδα;
«Στη μονάδα μου, αν θυμάμαι καλά, η πρώτη ομάδα έφυγε 1-2 μέρες από το συμβάν. Περίπου 6 μέρες μετά ήταν η σειρά μας.
Όλες αυτές τις μέρες φυσικά ήμασταν μέσα στο στρατόπεδο και κάθε λεπτό που περνούσε η αγωνία και η ανυπομονησία μάς μεγάλωνε . Η εντολή, αν φτάναμε στο έσχατο ήταν μία: «Κανείς δεν θα μείνει πίσω, είτε τραυματισμένος, είτε νεκρός. Φύγαμε με τελικό προορισμό στην Καλόλιμνο και το Φαρμακονήσι. «Παιδιά, πάμε για πόλεμο. Όποιος θέλει μπορεί να φύγει μέχρι τις 12:00, οι πόρτες του στρατοπέδου είναι ανοιχτές». Σκοπός μας ήταν να μείνουμε πάνω στις νησίδες αυτές ώστε προσέξουμε να μην δημιουργηθούν γκρίζες ζώνες. Αυτό ήταν κάτι, που μάθαμε αργότερα. Η εντολή ήταν η συνεχής παρακολούθηση.
Υπήρχε ενθουσιασμός, ήμασταν όλοι μια αγκαλιά, μια ομάδα, Και μπουνιές να είχες παίξει με κάποιον, εκείνη τη στιγμή δεν το θυμώσουν, είχαν ξεχαστεί αυτά.
Ακόμη και όταν δεν γνωρίζαμε το που θα πάμε, όλοι μας θέλαμε να μπούμε στο πρώτο ελικόπτερο. Ήταν πολύ έντονο το σκηνικό της επιβίβασης, πλέον, δεν υπήρχε άσκηση, πήγαινες για… όλα».
Τη στιγμή που έπρεπε να πάτε στη θέση «μάχης» πώς την θυμάσαι;
«Έγινε η απόβαση στη μαύρη θάλασσα, στα παγωμένα νερά Φλεβάρη μήνα, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Υπήρχε ο φόβος του αγνώστου. Ξέρετε, ο φόβος μπορεί να σε σώσει, αυτό το «έλα μωρές πάμε, δεν μασάμε», δεν υπήρχε με την έννοια της ψευτομαγκιάς.
Εννοείται, βέβαια, ότι δεν φοβόμασταν να πεθάνουμε, δεν λέω αυτό. Ήμασταν όλοι μαζί, ένα. Ο ένας είχε δίπλα του τον άλλον, είχε αυτόν που θα μοιραστεί τις σφαίρες, το φαγητό, που θα τον προσέξει, θα τον καλύψει, θα τον… κουβαλήσει. Οι σκηνές ήταν πολύ «δυνατές», μνήμες που δεν φεύγουν από το μυαλό.
Ακόμη και σήμερα συναντιόμαστε με τα παιδιά και τα θυμόμαστε όλοι μαζί».
Πόσο μείνατε και πώς πέρασε αυτό το διάστημα;
«Περίπου δύο εβδομάδες, ώσπου να έρθει η επόμενη ομάδα να μας αλλάξει. Κανείς μας δεν ήθελε να φύγει, όπως και τα παιδιά που είχαν πάει πρώτα και τα αλλάξαμε εμείς, ήθελαν να μείνουν μαζί μας. Ο Τούρκος ήταν απέναντί μας και δεν ήξερες πώς θα εξελιχθεί όλο αυτό. Παρακολουθούσαμε με τα κιάλια, δεν είδαμε καμία κίνηση πάνω στη βραχονησίδα. Δεν υπήρξε καμία επαφή των δύο στρατευμάτων. Δύο εβδομάδες, λοιπόν, πέρασαν με συνεχή παρατήρηση και προσοχή. Κοιμόμασταν σε τρύπες που είχαμε ανοίξει ή στην καλύτερη σε πολύ χαμηλές σκηνές, βάζαμε από πάνω αδιάβροχα και κλαδιά και αυτό ήταν το… κρεβάτι μας.
Τρώγαμε κονσέρβες και όλα αυτά που σου παρέχει ο στρατός. Θυμάμαι μια φορά ήρθε ένας ψαράς με τη βάρκα του, μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα και μας έφερε τσιγάρα, πορτοκάλια και έναν τενεκέ φέτα. Μιλάμε για πολυτέλεια!
Σε ένα καμινέτο ζεσταίναμε το φαγητό μας. Καθημερινά, βέβαια, όλο κάτι συνέβαινε για να σπάσει η μονοτονία.Το πιο περίεργο ήταν ότι δεν ξέραμε ακριβώς αν έχει εξομαλυνθεί η κατάσταση και ποια είναι η σχέση των δύο χωρών. Πολλές φορές, βλέπαμε τούρκικα αεροσκάφη, σε χαμηλές πτήσεις και πίσω τα ελληνικά μιράζ που τα υποχρέωναν σε πορεία προς την Τουρκία.
Πάντα θα έχω να λέω και θα το λέω ότι το ηθικό όλων μας ήταν υψηλό. Από την πρώτη στιγμή μέχρι και την τελευταία. Αν φτάναμε στο σημείο να πεθάνουμε όλοι μαζί, αυτό θα κάναμε. Όταν έφυγε η 1η ομάδα, όλοι θέλαμε να μπούμε στα ελικόπτερα. Όλοι θέλαμε από την πρώτη στιγμή να πάμε. Κανείς ήθελε να μείνει πίσω».
Πηγή: gazzetta.gr