Τα Χριστούγεννα (σύνθετη λέξη της δημοτικής Χριστός + γέννα) δηλώνουν την ετήσια χριστιανική εορτή της γέννησης του Χριστού και κατ’ επέκταση το σύνολο των εορτών από της Γεννήσεως μέχρι των Θεοφανίων («Γιορτές των Χριστουγέννων»). Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου.

Το χρονικό διάστημα που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανίων, ονομάζεται στη λαογραφία και Δωδεκαήμερο.

Ιστορία του εορτασμού των Χριστουγέννων

Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ. Άλλες Ιστορικές πηγές επισημαίνουν πως ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335, αν και κάποιοι ερευνητές βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα.

Επί Πάπα Ιουλίου Α’ (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου λεχθείσα περί τον Χριστόν:»Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι» (Ιωάνν. γ’30). Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του «ακατανίκητου» θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια.

Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων. Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσειςπου τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες, αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο καθ’ όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς.

Στη Ρώμη το καλεντάρι των Φιλοκαλίων (354 μ.Χ.) περιλαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου, απέναντι από την παγανιστική Natalis invicti, δηλ. «γέννηση του ακατανίκητου (ήλιου)», την φράση «VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea».

Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης. Τον καιρό του Αγ. Αυγουστίνου (354-430) η ημερομηνία της Γιορτής της Γέννησης είχε καθοριστεί, πάντως ο Αυγουστίνος την παραλείπει από τον κατάλογό του με τις σημαντικές χριστιανικές επετείους (PL 33.200).

Με τον χρόνο επεκράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο εκτός της Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνια.

Το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα, εξαιτίας της Μεταρρύθμισης απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους η τήρησή του εορτασμού τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, καθώς θεωρούνταν ότι περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό ειδωλολατρικά στοιχεία.

Εορτολόγιο
Της εορτής των Χριστουγέννων προηγείται νηστεία «τεσσαράκοντα ημερών» που αρχίζει από την εορτή του αποστόλου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου). Η Υμνολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας περιλαμβάνει λαμπρούς ύμνους για τη μεγάλη αυτή εορτή των διασημότερων υμνογράφων της Εκκλησίας όπως του Ρωμανού του Μελωδού, Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κοσμά επισκόπου Μαϊουμά κ.ά.

Η ημέρα της εορτής του αποστόλου Φιλίππου, στις 14 Νοεμβρίου, στο λαϊκό καλεντάρι χαρακτηρίζεται ως Μικρή Αποκριά, γιατί από την επομένη αρχίζει η νηστεία των σαράντα ημερών για τα Χριστούγεννα, η οποία και λέγεται Μικρή Σαρακοστή. Αυτή η ημερομηνία σε πολλές χώρες της Ευρώπης και Αμερικής θεωρείται ως έναρξη των εορτών των Χριστουγέννων. Το χρονικό διάστημα που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων, ονομάζεται Δωδεκαήμερο.

Η εορτή των Χριστουγέννων είναι η σημαντικότερη από τις ακίνητες εορτές της Ορθοδόξου Εκκλησίας και γι’ αυτό έχει προεόρτια και μεθέορτη περίοδο. Όλες τις σχετικές διατάξεις για τις ακολουθίες αυτές τις βρίσκει κανείς στο Τυπικό της Εκκλησίας.

Στη Δύση η εορτή των Χριστουγέννων εορτάζεται λαμπρότερα από εκείνη της Ανάστασης, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην Ανατολή.

Ανήμερα των Χριστουγέννων σύμφωνα με το ελληνικό/ορθόδοξο εορτολόγιο, γιορτάζουν αρκετά ελληνικά ονόματα: η Χριστίνα και o Χρήστος, η Εμμανουέλα και ο Εμμανουήλ, η Χρυσαυγή, η Χρύσα.

Βιβλική αφήγηση της γέννησης του Χριστού
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά. Από τον συνδυασμό των παραπάνω και άλλων πηγών, το ιστορικό έχει ως εξής:
Επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου και Ηγεμόνα Κυρήνιου της Συρίας , διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία. (Λουκάς Β’ 1-3). Άγγελος Κυρίου επισκέφθηκε τον Ιωσήφ και τον ενημέρωσε για την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου εκ της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος Α’ 20). Τότε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Μαρία και από την Ναζαρέτ ήλθαν στη Βηθλεέμ (της Ιουδαίας) που Βασιλεύς της περιοχής ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (Ματθ. Β’ 1, – Λουκ. Β’ 4-7). Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε ποιμένες αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός ενώ πλήθος αγγέλων ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. Β’ 8-14). Ενώ συμβαίνουν αυτά άστρο φωτεινό (έχει προταθεί ως εξήγηση ο Κομήτης του Χάλεϋ) εξ Ανατολής οδηγεί τρεις Μάγους προς τα Ιεροσόλυμα που μετά συνάντηση με τον Βασιλέα Ηρώδη συνεχίζουν και φθάνουν στη Βηθλεέμ όπου μαζί με τους βοσκούς προσκυνούν τον Θεάνθρωπο προσφέροντας Χρυσόν Λίβανο και Σμύρνα. (Ματθ. Β’ 2-12).

Οι χριστιανοί θεωρούν ότι η γέννηση του Χριστού εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών και ότι ως Μεσσίας ήλθε για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.

Η Γέννηση του Χριστού, τοιχογραφία από το ναό της Περιβλέπτου στο Μυστρά
Υμνογραφία Χριστουγέννων
Η Βυζαντινή υμνογραφία των εορτών των Χριστουγέννων χαρακτηρίζεται όχι μόνο πλούσια και πανηγυρική αλλά έχει και μεγάλη ποιητική αξία. Οι καταβασίες, τα μεγαλυνάρια, τα στιχηρά ιδιόμελα, τα κοντάκια των ύμνων, οι κανόνες εκφράζουν αισθήματα δέους και θάμβους, κατάνυξης και ευλάβειας. Οι μεγάλοι υμνογράφοι στους ύμνους τους συμπυκνώνουν σε απαράμιλλους στίχους όλη τη θεολογία της Εκκλησίας.

Απολυτίκιο Χριστουγέννων
«Ἡ Γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν
ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως
ἐν αυτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες
ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο
Σὲ προσκυνεῖν τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης
καὶ Σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν
Κύριε δόξα Σοι.»

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (8ος αι.) συνέθεσε τον «κανόνα εις την Χριστού γέννησιν»:

«Νύμφης πανάγνου τὸν πανόλβιον τόκον,
ἰδεῖν ὑπὲρ νοῦν ἠξιωμένος χορός,
ἄγραυλος, ἐκλονεῖτο τῷ ξένῳ τρόπῳ
τάξιν μελωδούσάν τε τῶν Ἀσωμάτων,
Ἄνακτα Χριστόν, ἀσπόρως σαρκούμενον»

Ο Μέγιστος των Υμνογράφων Ρωμανός ο Μελωδός συνθέτει στιχηρά προεόρτια και τρία κοντάκια για τα Χριστούγεννα μεταξύ των οποίων το πλέον γνωστό:
«Ἡ Παρθένος σήμερον
τὸν Ὑπερούσιον τίκτει
καὶ ἡ Γῆ τὸ σπήλαιον
τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει
Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι
Μάγοι δὲ μετὰ αστέρος ὁδοιποροῦσι
Δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Στιχηρά ιδιόμελα για την Γέννηση έχουν γράψει επίσης ο Μοναχός Κυπριανός (σύγχρονος του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού) που φέρεται και ως ο δημιουργός των σύντομων στιχηρών (όπως «Οίκος του Εφραθά, η πόλις η Αγία, των προφητών η δόξα, ευτρέπισον τον οίκον, εν ω το θείον τίκτεται»), ο Ανατόλιος Στουδίτης (ίδιας εποχής) στον οποίο αποδίδονται τα απόστιχα της κυριώνυμης ημέρας και το μεθεόρτιο δοξαστικό: «Αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού …», ο Ανδρέας ο Πηρός ή Τυφλός (8ος αι.): «Χριστού τα γενέθλια πιστώς προεορτάσωμεν…», ο Βυζάντιος ή Βύζας : «Φάτνη δε υπεδέχου τον τω λόγω λύσαντα της αλόγου πράξεως ημάς τους γηγενείς …» κ.ά.

Από τους υμνογράφους της εορτής γνωστοί είναι οι Ιωάννης ο Μοναχός, ο γνωστός Κοσμάς ο Μαϊουμά ο μελωδός: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστόν εξ Ουρανού απαντήσατε …», ο Ανδρέας Κρήτης, η Κασσία, ποιήτρια του δοξαστικού ιδιόμελου του Εσπερινού «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης …» κ.ά.

Ιστορική έρευνα της ημερομηνίας γέννησης του Ιησού Χριστού
Η ακριβής χρονολόγηση της ζωής του Ιησού είναι αδύνατη αφού οι υπάρχουσες μαρτυρίες που προέρχονται από την Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζονται από χρονολογική ασάφεια και επίσης το αφετηριακό 1 μ.Χ. δεν εναρμονίζεται επακριβώς με τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα των χρόνων εκείνων.

Το ημερολόγιο
Η γέννηση του Ιησού τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.Χ. ή μεταξύ του 4 ως 1 π.Χ. Αυτό συμβαίνει καθώς το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, που κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως, αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα. Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε χρόνια προ Χριστού.

Οι πληροφορίες των Ευαγγελίων
Πέρα από αυτό, τα λίγα στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού, προέρχονται κυρίως από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου και αφορούν:

Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.)
Τη γέννηση του Ιησού «εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας» (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2)
Στα γεγονότα της «πρώτης» απογραφής, η οποία «εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.)

«Η προσκύνηση των μάγων». Πίνακας του Don Lorenzo Monaco
Οι Μάγοι και ο Θάνατος του Ηρώδη
Το πιο γνωστό σημείο στην προσπάθεια προσέγγισης χρονολογικά της γέννησης του Ιησού, είναι ο θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου. Μπορεί να ειπωθεί με σχετική ακρίβεια ότι ο Ηρώδης πέθανε κατά το έτος 750 «από κτίσεως Ρώμης» (4 π.Χ.) ή λίγο πριν και στη συνέχεια κηρύχθηκε πένθος μιας εβδομάδας. Εφ’ όσον ο Ιησούς, γεννήθηκε «εν ημέραις Ηρωδου του βασιλέως», πρέπει να γεννήθηκε σίγουρα πριν από το 750 «από κτίσεως Ρώμης» (4 π.Χ.) κατά το οποίο πέθανε ο Ηρώδης.

Αλλά το πρόβλημα είναι, πόσο πριν.

Λαμβάνοντες υπ’ όψη τη διαταγή του Ηρώδη να φονευθούν τα νήπια στη Βηθλεέμ «από διετούς και κατωτέρω», υπολογίζεται ότι ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε έως και δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη. Δηλαδή οι υπολογισμοί φτάνουν στο 6 π.Χ. υποθέτοντας ότι ο Ηρώδης θα επιμήκυνε τον σχετικό χρόνο για να είναι βέβαιος ότι μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα είχε οπωσδήποτε γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξάλλου κατά την ευαγγελική ρήση, αφού ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους, τους έστειλε στη Βηθλεέμ, όπου συνάντησαν πλέον τον Ιησού ως «παιδίον» και όχι ως βρέφος. Συνεπώς, οι σχετικοί αυτοί υπολογισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς μάλλον θα γεννήθηκε σε χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστο χρόνια πριν το θάνατο του Ηρώδη, δηλαδή περίπου το έτος 747 ή 748 «από κτίσεως Ρώμης» (7 ή 6 π.Χ.).

Το άστρο της Βηθλεέμ
Το άστρο της Βηθλεέμ, αν τελικά αφορούσε κάποιο αστρονομικό φαινόμενο, οδηγεί και πάλι στο έτος 747 από κτίσεως Ρώμης ή 7 π.Χ., αφού κατά τον Κέπλερ και άλλους αστρονόμους υπήρξε πράγματι τότε ένα παρόμοιο ουράνιο φαινόμενο που προκαλείται κατά τη συνάντηση των τριών πλανητών, του Κρόνου, του Δία και της Αφροδίτης. Στο φαινόμενο αυτό, μετά παρέλευση δύο ή τριών μηνών, ο Δίας δύει ή εξέρχεται από την τροχιά. Τότε παρατηρείται και πάλι το ίδιο έντονο φωτεινό φαινόμενο που παρουσιάζεται στην αρχή, σαν να εμφανίζεται εκ νέου.

Το γεγονός αυτό ταιριάζει με την παρατήρηση του Ματθαίου ότι οι Μάγοι πορευόμενοι προς τη Βηθλεέμ, «είδον» τον «αστέρα» και «εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα», προσθέτοντας ότι το «αστέρι» αυτό ήταν ίδιο με εκείνο «ον είδον εν τη Ανατολή» (Ματθ. 2,9-10). Καθώς ένα ταξίδι από τη Μεσοποταμία στην Παλαιστίνη με τα μέσα της εποχής απαιτούσε δύο ή τρεις μήνες, η χρονική αυτή απόσταση ταιριάζει με την αντίστοιχη φυσική κίνηση του πλανήτη Δία και τη διπλή εμφάνιση του κατά την είσοδο και έξοδο από την τροχιά συνάντησης με τους άλλους δύο πλανήτες. βλακια του μπατσακουτσα

Η απογραφή Κυρηνίου και οι δυσκολίες χρονολόγησης
Μετά την αποκάλυψη που είχε ο Ιωσήφ για τα συμβαίνοντα στην Μαρία, πέρασαν οι υπόλοιποι μήνες της αναμονής μέχρι το χρόνο του τοκετού. Τότε, «εγένετο εν ταις ημέραις εκείναις και εξήλθεν δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκ. 2,1). Από την ιστορία γνωρίζουμε, ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος είχε διατάξει και άλλοτε τέτοιες γενικής φύσεως απογραφές. Κατά συνέπεια, η αναφορά του Λουκά σε μια παρόμοια απογραφή δεν πρέπει να δημιουργεί προβλήματα. Η αναφορά, όμως, στη συγκεκριμένη αυτή απογραφή του Κυρηνίου, δημιουργεί δυσκολίες από πλευράς χρονολόγησης των γεγονότων της Καινής Διαθήκης, καθώς την εποχή στην οποία αναφέρεται η απογραφή του Ιωσήφ και της Μαρίας, στην ηγεμονία της Συρίας βρισκόταν ο Σέντιος Σατουρνίνος και όχι ο Κυρήνιος.

Μέσα από μελέτη των πηγών, προκύπτει ότι η πρώτη ηγεμονία του Κυρηνίου, αν υπήρξε, τοποθετείται μεταξύ των ετών 12-8 π.Χ. Η πρώτη λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της χρονολόγησης ήταν να υποτεθεί πως ο Κυρήνιος εκτέλεσε την απογραφή προς το τέλος της θητείας του (8 π.Χ.), όπως διέταξε ο Αύγουστος Οκταβιανός. Η απογραφή αυτή επειδή ήταν η «πρώτη» που γινόταν στους Ιουδαίους διήρκεσε πολύ χρόνο και την έφερε εις πέρας, σύμφωνα και με τον Τερτυλλιανό, ο διάδοχος του στην ηγεμονία της Συρίας, ο Σέντιος Σατουρνίνος. Έτσι, οι μεν Ρωμαίοι ανέφεραν στα ρωμαϊκά έγγραφα το όνομα εκείνου που ολοκλήρωσε την απογραφή, του Σέντιου Σατουρνίνου, οι δε Ιουδαίοι, από τους οποίους άντλησε την πληροφορία ο Ευαγγελιστής Λουκάς, κράτησαν στη μνήμη τους το όνομα αυτού που την άρχισε και ο οποίος αργότερα, το 6-7 μ.Χ., διενήργησε και την άλλη απογραφή. Συνεπώς, αφού ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει «απογραφή πρώτη εγένετο», εννοείται ότι γνώριζε τη δεύτερη απογραφή του 6-7 μ.Χ. και χρησιμοποίησε το επίθετο «πρώτη» σε αντιδιαστολή προς τη δεύτερη απογραφή. Η απογραφή, επομένως, που αναφέρει ο Λουκάς πρέπει να αποφασίσθηκε την περίοδο 12 π.Χ. έως 8 π.Χ. και να συνδέθηκε με το όνομα του Κυρήνιου αντί του Σατουρνίνου.

Η δεύτερη λύση, που προτείνεται, είναι εκείνη η οποία δέχεται μεν επί Κυρηνίου την αρχή της απογραφής περί το 9 π.Χ., η πρακτική ολοκλήρωση της όμως, ιδιαίτερα στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης κ.λπ., πραγματοποιήθηκε από το διάδοχο του, Σατουρνίνο, έξαρχο της Συρίας από το 8-6 π.Χ. Αλλά η απογραφή συνέχιζε να ονομάζεται «απογραφή Κυρηνίου» εξαιτίας σχετικού διατάγματος, και προς την οποία είναι σύμφωνο το σχετικό κείμενο του Λουκά.

Ως τρίτη λύση έχει προταθεί η συνύπαρξη δύο έξαρχων σε κάποια περιοχή, σύμφωνα με πρακτική της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο διαδοχής, για ενημέρωση και ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας. Μπορεί έτσι να υποτεθεί ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 8-6 π.Χ., κατά τό σύστημα της συνδιοίκησης υπάρχουν στην εξαρχία της Συρίας δύο αξιωματούχοι, ο Κυρήνιος και ο Σατουρνίνος, εκδοχή που προσφέρει μία ακόμη λύση στο πρόβλημα της απογραφής.

Η σφαγή των νηπίων
Το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης του Χριστού, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, κλείνει με το θλιβερό συμβάν της σφαγής των νηπίων «υπό του Ηρώδου αναιρεθέντα», τα οποία σύμφωνα με το το εορτολογικό Συναξάρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας ανέρχονται σε 14.000 αν και στα ιερά κείμενα δεν υπάρχει καμιά αναφορά αριθμητικής φύσης. Από πλευράς καθαρά ιστορικής ακρίβειας, τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα της εποχής εκείνης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη Βηθλεέμ και τα περίχωρα της θα ζούσαν τότε περίπου 1.000 κάτοικοι κι επομένως τα άρρενα νήπια «διετούς και κατωτέρω» δεν θα ξεπερνούσαν τα 30 με 40, ίσως και λιγότερα. Επειδή δε μια τέτοια σφαγή αριθμητικά θ΄ αποτελούσε μια τεράστια γενοκτονία, γεγονός που δεν το αναφέρει κανένας ιστορικός ούτε ο Ιώσηπος, λογικό είναι πολλοί ερευνητές να θεωρούν τον αριθμό των νηπίων που αναφέρει ο Συναξαριστής ως αναξιόπιστο, φανταστικό και εμβόλιμο κατά του Ηρώδη. Η αναφορά ωστόσο, από τον ευαγγελιστή Ματθαίο στο γεγονός της σφαγής, γίνεται για να τονισθεί η εκπλήρωση της προφητείας του Ιερεμία «Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ᾽Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος, Φωνὴ ἐν ῾Ραμᾶ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· ῾Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.» Ο υπολογισμός εξάλλου των σφαγιασθέντων νηπίων σε μερικές δεκάδες, εξηγεί την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στους ιστορικούς της εποχής, δικαιολογεί όμως τον «κλαυθμό και οδυρμό» της μικρής κοινωνίας της περιοχής.

Λαογραφία
Σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο τα Χριστούγεννα αναγνωρίζονται ως εθνικές διακοπές. Στις 26 Ιουνίου του 1870 η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αναγνώρισε τα Χριστούγεννα ως ομοσπονδιακές διακοπές. Η ημέρα των Χριστουγέννων είναι η μόνη κοινή επίσημη αργία σε όλους τους λιμένες του κόσμου.

Στις κυρίως Χριστιανικές χώρες, τα Χριστούγεννα είναι η σημαντικότερη οικονομικά περίοδος διακοπών του έτους και επίσης γιορτάζονται σαν κοσμικές διακοπές σε πολλές χώρες με μικρούς Χριστιανικούς πληθυσμούς. Χαρακτηρίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος με την ανταλλαγή δώρων μέσα στις οικογένειες και από τα δώρα που φέρνει ο Άγιος Βασίλης (για τους ορθόδοξους) ή Santa Claus (για το Δυτικό κόσμο), ένας μεγάλος εύθυμος άντρας με μια άσπρη γενειάδα. Οι τοπικές και περιφερειακές παραδόσεις των Χριστουγέννων είναι ακόμα πιο πλούσιες και ποικίλες παρά τη μεγάλη επιρροή των Αμερικάνικων ή Βρετανικών Χριστουγεννιάτικων μοτίβων που διαδίδονται μέσω της λογοτεχνίας, της τηλεόρασης και άλλων μέσων.

Πηγή: wikipedia.gr

ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
loading...
Περί ευθύνης: Τα άρθρα δεν αποτελούν απαραίτητα θέση της ομάδας του "mikroskopio.gr". Αναρτούμε κάθε άρθρο που αποτελεί κατα την γνώμη μας ερέθισμα προς προβληματισμό και σκέψη. Tο mikroskopio.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη σας στο ιστολόγιο μας!