Οι νέοι στην Ελλάδα είναι σε ποσοστό 47% απαισιόδοξοι για το μέλλον τους -πιο αισιόδοξοι, ωστόσο, από τους Γάλλους και Ιταλούς. Ένας στους δύο νέους ανησυχεί ιδιαίτερα για το εργασιακό του μέλλον, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, ενώ πολύ λιγότερο ανησυχούν στην Αυστρία και την Ελβετία. Το θέμα της υποδοχής των προσφύγων αντιμετωπίζεται με θετική διάθεση από του νέους της Ευρώπης, ακόμη και στις χώρες όπου υπάρχει μεγάλη ανεργία.
Τα παραπάνω ευρήματα, προερχόμενα από την πανευρωπαϊκή έρευνα «Generation What» για τις επιθυμίες των νέων, η οποία πρόκειται να δημοσιευθεί τον επόμενο μήνα, παρουσίασε στην έναρξη των εργασιών του 2ου Ελληνογερμανικού Φόρουμ Νεολαίας η εκπρόσωπος του γερμανικού ινστιτούτου κοινωνιολογικών ερευνών «SINUS Akademie», Δρ Γκάμπριελ Σάμπαχ.
Η κ. Σάμπαχ ανέφερε ότι πραγματικότητα για τους νέους στην Ελλάδα και τη Γερμανία διαφέρει αρκετά, ωστόσο, κοινή είναι η ανάγκη της προσέγγισης. «Κανείς νέος δεν θέλει να του μιλάμε όπως μιλάει εκείνος, όμως κάποια πράγματα πρέπει να προσπαθήσουμε να τα προσεγγίσουμε, να φτάσουμε σε διαφορετικούς νέους, να τους μιλήσουμε ανάλογα με τον κόσμο της ζωής τους» επισήμανε. Άλλωστε, όπως, εξήγησε τα ενδιαφέροντα των νέων και οι ανάγκες τους, όπως διαμορφώνονται μέσα στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, στο οποίο ζουν, διαφοροποιούνται σημαντικά. «Το 2012 το θέμα του να είναι κάποιος mainstream αποτελούσε βρισιά για κάποιους, το 2017 όχι, καθώς διαπιστώνεται πως υπάρχει πολύ μεγαλύτερη διάθεση προσαρμογής των νέων σε καινούριες καταστάσεις» σημείωσε.
«Η οικογένεια στήριγμα και βαρίδι»
Ο προβληματισμός για το μέλλον απασχολεί τόσο τους Έλληνες όσο και του Γερμανούς νέους, ωστόσο διαφέρει ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τα κοινά προβλήματα και ειδικότερα ο τρόπος που μπορούν να αποσβέσουν την ένταση των προβλημάτων, η οποία αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι μεγάλη, ανέφερε ο αν. καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Γιώργος Βοσκόπουλος.
«Για τους Έλληνες έχει μεγάλη σημασία η οικογένεια, κάτι που έχει και θετική και αρνητική ανάγνωση» σημείωσε, εξηγώντας πώς η Ελλάδα, αλλά και οι κοινωνίες στον Νότο ευρύτερα, έχουν διαφορετική δομή και ενδοοικογενειακούς κανόνες που οδηγούν σε επιλογές, οι οποίες συχνά αποδεικνύονται λανθασμένες. «Οι γονείς εμπλέκονται στο τι θα σπουδάσουν τα παιδιά τους, συνήθως ωθούν τα παιδιά να γίνουν τι θα ήθελαν εκείνοι να γίνουν, λειτουργούν κάποιες φορές ως δυνάστες», είπε. Αυτό, όπως διευκρίνισε, έχει ως συνέπεια η οικογένεια να προκαθορίζει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του παιδιών.
Στον αντίποδα, σημείωσε πως η οικογένεια είναι η δομή που βοηθάει τους νέους να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις σε συνθήκες κρίσης. «Αν η κοινωνία δεν ήταν παραδοσιακή -με όλα τα αρνητικά- ενδεχομένως η χώρα θα είχε διαφορετική τύχη σε επίπεδο συνοχής της κοινωνίας. Το θεωρούμενο ως ξεπερασμένο βοήθησε να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας και των νέων ανθρώπων» παρατήρησε ο κ.Βοσκόπουλος.
Σε ό,τι αφορά την απασχόληση των νέων στην Ελλάδα ο καθηγητής εξέφρασε την άποψη πως νέοι που διαθέτουν αντικειμενικά υπερ- επαρκή προσόντα δεν μπορούν να βρουν εργασία, κυρίως εξαιτίας ενός κακού αναπτυξιακού, μη παραγωγικού μοντέλου, το οποίο ήταν κυρίως καταναλωτικό και κατέρρευσε στην κρίση. Τόνισε ακόμη πως «ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που στη Γ’ Λυκείου υποχρεώνει τους νέους να αποστηθίζουν 50 έως 100 σελίδες την ημέρα από έξω […] δεν αναπτύσσει τις δεξιότητες των ατόμων, δεν είναι σύστημα που ουσιαστικά παράγει γνώση, αλλά είναι μία στείρα διαδικασία, μέσα από την οποία οι νέοι δε βγαίνουν περισσότερο καλλιεργημένοι και υστερούν στο επίπεδο της Παιδείας».