Μόνο οι οδηγοί των δικύκλων (μοτοσικλετών) που κινούνται μεταξύ των διακεκομμένων διαχωριστικών λωρίδων κυκλοφορίας, ευθύνονται για πιθανό τροχαίο ατύχημα και όχι τα αυτοκίνητα που κινούνται στον χώρο των λωρίδων κυκλοφορίας, έκρινε ο Άρειος Πάγος και απέρριψε αγωγή γυναίκας οδηγού μηχανής, που σφηνώθηκε μεταξύ ΙΧ αυτοκινήτου και νταλίκας 18,5 μέτρων.
Η γυναίκα οδηγός μηχανής είχε πέσει σε μεγάλη κίνηση πάνω σε αερογέφυρα (μονής κυκλοφορίας) και ήταν στο σημείο της κατωφέρειας, δηλαδή προς το τέλος της αερογέφυρας. Όλα τα αυτοκίνητα, λόγω της πυκνής κυκλοφορίας, κινούντο με πολύ μικρή ταχύτητα.
Μετά από λίγο τα αυτοκίνητα σχεδόν ακινητοποιήθηκαν λόγω του μποτιλιαρίσματος και ενώ μπροστά της υπήρχε ένα ΙΧ αυτοκίνητο και στην αριστερή λωρίδας κυκλοφορίας ήταν μια νταλίκα μήκους περίπου 18,5 μέτρων, η οδηγός της μηχανής επιχείρησε, «ανεπίτρεπτα, παράνομα και αντικανονικά εν όψει του ότι στο σημείο εκείνο της οδού η κυκλοφορία των οχημάτων διεξάγεται μόνο σε στοίχους», όπως αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση, να περάσει ανάμεσα στα δύο αυτά οχήματα, προκειμένου «να προπορευθεί και εν τέλει να διανύσει όσο μεγαλύτερη απόσταση μπορούσε επί της οδού».
Ομως, λόγω «του ελαχίστου διαθεσίμου χώρου μεταξύ των δύο οχημάτων, αλλά και λόγω αδέξιου χειρισμού της, η μοτοσικλέτα προσέκρουσε αρχικά στην πίσω αριστερή πλευρά του ΙΧ αυτοκινήτου και στη συνέχεια παρεξέκλινε ελαφρώς αριστερά, λόγω της αντίστασης που συνάντησε κατά την πρόσκρουσή της στο αυτοκίνητο, προς το ευρισκόμενο εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του φορτηγό, που εν τω μεταξύ ξεκινούσε, ύστερα από προσωρινή (λόγω πυκνής κίνησης) ακινητοποίησή του. Αποτέλεσμα ήταν, κυριολεκτικά να εγκλωβιστεί- σφηνώσει η μοτοσικλέτα μεταξύ των δύο αυτών οχημάτων (φορτηγού και ΙΧ αυτοκινήτου)».
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η οδηγός της μηχανής να πέσει στο οδόστρωμα μεταξύ των δύο λωρίδων κυκλοφορίας και να τραυματιστεί σοβαρά στο αριστερό της χέρι «λόγω της διέλευσης από πάνω, του πίσω δεξιού τροχού της με χαμηλή ταχύτητα, κινουμένης νταλίκας» και να προκληθούν υλικές ζημιές στη μοτοσικλέτα.
Στην συνέχεια η οδηγός προσέφυγε δικαστικά κατά του ιδιοκτήτη της νταλίκας για την αποκατάσταση της ζημιάς που έπαθε η ίδια και η μηχανή της. Στο Εφετείο Πειραιά έχασε την δικαστική μάχη και άσκησε αναίρεση κατά της απόφαση αυτής στον Άρειο Πάγο, όπου και εκεί την έχασε και πάλι, ενώ της επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα 2.700 ευρώ.
Ο Άρειος Πάγος, απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση αναίρεσής της, καθώς θεωρήθηκε «αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος και της πρόκλησης του σοβαρού τραυματισμού της και των υλικών ζημιών της μοτοσικλέτας που οδηγούσε», γιατί: α) ως μέσος συνετός οδηγός όφειλε και μπορούσε να συμμορφωθεί με την υπάρχουσα επί του οδοστρώματος διαγράμμιση που υπεδείκνυε κίνηση οχημάτων σε στοίχους, πλην όμως εκείνη δεν ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός της, ώστε να δύναται σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς (άρθρο 19 ΚΟΚ), β) επιχείρησε να διενεργήσει παράνομα, αντικανονικά και ανέλεγκτα προσπέραση επί της διακεκομμένης διαχωριστικής γραμμής των λωρίδων κυκλοφορίας, δεν εκινείτο μέσα στα όρια μιας λωρίδας κυκλοφορίας (άρθρο 16 παρ. 3 ΚΟΚ) και γ) εν γένει δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, δημιουργώντας έτσι κινδύνους ως προς την κυκλοφορία των οχημάτων και εν γένει των λοιπών χρηστών της οδού (άρθρο 12 ΚΟΚ)».
Ακόμη, οι αρεοπαγίτες αναφέρουν ότι «η οδική συμπεριφορά της, που αποκλειστικά είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος και τον αποτόκων αυτού συνεπειών, του οδηγού του φορτηγού μη βαρυνομένου με συνυπαιτιότητα, αφού αυτός εκινείτο σταθερά εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του και μάλιστα, αναγκαστικά λόγω της πυκνής κυκλοφορίας, με ελαχίστη ταχύτητα».
Τέλος, στην αρεοπαγιτική απόφαση σημειώνεται ότι το γεγονός ότι η νταλίκα ήταν στην αριστερή αντί της δεξιάς λωρίδας του οδοστρώματος (παράβαση άρθρου 17 του ΚΟΚ) «δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα του οδηγού αυτής».