Στην τελευταία συνέντευξη για γνωστό ειδησιογραφικό πόρταλ, η Αλόμα είχε πει…
“Νιώθω ότι δεν έχω κανέναν στον κόσμο. Είμαι ολομόναχος! Τώρα μου ‘μεινε ένα σκυλί που με λατρεύει και το λατρεύω. Μερικές φορές σκέφτομαι ποιος θα πεθάνει πρώτος: ο σκύλος ή εγώ; Και τρομάζω”
Όπως αναφέρει ο αρθρογράφος η μοναχική Παλόμα επιζητούσε την παρέα, τη συντροφιά, την κουβέντα – ήθελε να έχει κόσμο γύρω της. Σύχναζε στην Ομόνοια, στο café απέναντι από τα Hondos Center αλλά και στη «Στάνη», το παλιό ζαχαροπλαστείο στην Μαρίκας Κοτοπούλη λίγα μέτρα από το αστυνομικό τμήμα Ομονοίας, ενώ τα μεσημέρια έτρωγε πάντα στου «Βενέτη» – στις 12:00, με το που άνοιγε η κουζίνα, καθόταν σε κάποιο από τα τραπεζάκια της πλατείας, παράγγελνε κάποιο από τα «φαγητά ημέρας» και για το τέλος milk shake σοκολάτας που τόσο πολύ της άρεσε. Τις τελευταίες εβδομάδες μου έλεγε πως είχε ορισμένα προβλήματα με την υγεία της, πως δεν μπορούσε να καταπιεί εύκολα, πηγαινοερχόταν στο ΙΚΑ για τα φάρμακά της, προσπαθούσε να πουλήσει ένα της σπίτι και τσακωνόταν με κάποιους Αλβανούς που πίστευε πως την είχαν κλέψει.
Πάντα κυκλοφορούσε με το σκυλί της. Και πάντοτε έλεγε -ιδιαίτερα τις τελευταίες εβδομάδες- πως είναι «ο μόνος μου φίλος!». Μερικές φορές ανέφερε πως αισθανόταν τον θάνατο να πλησιάζει. Και πως τον φοβόταν.
Το αστυνομικό ρεπορτάζ της Τετάρτης έγραψε πως «Μία από τις πιο γνωστές τραβεστί της Ελλάδας, η Αλόμα, κατά κόσμον Μπάμπης Ταμουτζίδης, άφησε την Τρίτη το πρωί, σε ηλικία 67 ετών, την τελευταία της πνοή, σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου νοσηλευόταν με σοβαρά εγκαύματα. Αυτά προκλήθηκαν όταν ξέσπασε φωτιά στο σπίτι της, κάτω από συνθήκες οι οποίες μέχρι τώρα δεν έχουν διευκρινιστεί».
Αν ήξερε πως θα πέθαινε με αυτό τον τρόπο μάλλον θα αισθανόταν πολύ άσχημα. Επιθυμούσε, έλεγε, έναν ήσυχο θάνατο, αγκαλιά με το σκυλί της, στο φτωχικό ισόγειο διαμέρισμα της στο κέντρο της Αθήνας, σα να την παίρνει ο ύπνος.
“Δεν ξέρω τι σημαίνει αγάπη. Ίσως επειδή ασχολιόμουνα με τον συνδικαλισμό, ξεχνούσα να αγαπηθώ…”
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ LIFO.GR
Συνεχίζεις να βγαίνεις στην πιάτσα των τραβεστί, στη Συγγρού και στην Καβάλας; Θα ήθελα πολύ να βγω αλλά, δυστυχώς, δεν έχω πλέον τη δύναμη. Σεξουαλικά θεωρούμαι μεγάλος, είμαι 66 ετών.
Πού μεγάλωσες; Σε ένα μικρό χωριό, κοντά στο Κιλκίς. Αγροτική οικογένεια ήμασταν και είχα επτά ετεροθαλή αδέλφια. Εγώ, θυμάμαι, είχα μεγάλη αδυναμία στη μητέρα μου – συνήθως αυτό συμβαίνει με τους ομοφυλόφιλους. Αυτήν είχα ως πρότυπό μου, όλο στην αγκαλιά της ήθελα να είμαι, δεν ήθελα να πηγαίνω στα καφενεία, επιθυμούσα τη γυναικεία παρέα. Ως παιδί, λόγω των οικογενειακών μας προβλημάτων, στερήθηκα την αγάπη, τη θαλπωρή. Δεν είχα συμπαγή οικογένεια.
Στα 9 μου χρόνια, καθώς κάναμε μπάνιο σε ένα ποτάμι, κάποιος ηλικιωμένος γείτονάς μας ξεχώρισε εμένα από όλα τα παιδιά που παίζαμε μαζί, με πήγε παράμερα, έβαλε το κεφάλι μου μέσα στο νερό για να μην ακούγομαι και με βίασε. Το αίμα από το σώμα μου κοκκίνισε το νερό, έκλαιγα, σπάραξα, αλλά δεν το είπα στους γονείς μου. Αυτός ο βιασμός έχω την εντύπωση ότι επίσπευσε την κατάσταση της ομοφυλοφιλίας. Όσα παιχνίδια παίζαμε μετά με τα άλλα παιδιά είχαν μέσα πάντα κάτι σεξουαλικό κι εγώ ήμουν ανέκαθεν ο παθητικός. Έκανα τη δασκάλα ή όταν παίζαμε κρυφτό όλοι ήθελαν να είναι στην ομάδα μου, επειδή εκεί που κρυβόμασταν εμείς παίζαμε σεξουαλικά παιχνίδια. Τώρα σκέφτομαι ότι μάλλον αυτά τα παιδιά θα έχουν οικογένειες και εγγόνια.
Ήμουν πολύ θηλυπρεπής και οι άλλοι με πείραζαν, φαινόμουν και μου είχαν κολλήσει τη ρετσινιά. Τότε με έκραζαν και με έδερναν, όλα τα αφεντικά με έδιωχναν και βρισκόμουν πάντοτε στους δρόμους να ψάχνω για δουλειά. Ζούσα ένα μαρτύριο Τι όνειρα έκανες όταν ήσουν παιδί; Δεν έκανα όνειρα. Δεν είχα περιθώρια για όνειρα.
Στο σχολείο πώς ήσουν; Δεν με άφηνε το κακό οικογενειακό περιβάλλον να συγκεντρωθώ στα μαθήματά μου, παρόλο που ήμουν έξυπνο παιδί. Στα 15 μου χρόνια πήγα στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκα για τρία χρόνια ως βοηθός σερβιτόρου. Έμενα σε ένα μικρό δωματιάκι στην πόλη, μόνος μου. Ήμουν πολύ θηλυπρεπής και οι άλλοι με πείραζαν, φαινόμουν και μου είχαν κολλήσει τη ρετσινιά.
Τότε με έκραζαν και με έδερναν, όλα τα αφεντικά με έδιωχναν και βρισκόμουν πάντοτε στους δρόμους να ψάχνω για δουλειά. Ζούσα ένα μαρτύριο. Ακόμη και το σεξουαλικό δεν το βίωνα. Το έκανα ασυνείδητα, εκσπερμάτωνε ο επιβήτορας, αλλά εγώ δεν μπορούσα, ήθελα να αυνανιστώ.
Πότε βγήκες για πρώτη φορά στο πεζοδρόμιο; Το 1966, σε ηλικία 17 ετών. Ήμουν στη δεύτερη φουρνιά τραβεστί που βγήκαν στην Ελλάδα, σχεδόν από τους πρώτους. Τυχαία έγινε. Είχα πάει σε ένα κομμωτήριο, εκεί πήγαιναν και κάποιες τραβεστί και κουβέντα στην κουβέντα μου άρεσε αυτή η κατάσταση. Μία από αυτές, η Τερέζα, με βάφτισε από τότε «Αλόμα». Ξεκίνησα στα Λαδάδικα. Τότε οι ιερόδουλες έπαιρναν 15 δραχμές, επειδή όμως εμείς ήμασταν το καινούργιο φρούτο και κάναμε παρά φύσιν πράγματα που δεν δέχονταν να κάνουν οι ιερόδουλες, ζητούσαμε 20 δραχμές. Εκείνη την εποχή υπήρχε πολύ μεγάλη αστυνομική βία. Στα 21 μου ήρθα στην Αθήνα όπου και έμεινα. Κι εδώ, όμως, ήμασταν «η ρετσινιά της κοινωνίας». Αυτοί που μας κατηγορούν τη μέρα, έρχονται το βράδυ σε εμάς, κρυφά από όλους, και κάνουν το κέφι τους.
Έχεις χορτάσει την αγάπη; Δεν ξέρω τι σημαίνει αγάπη. Έχω κάνει κάποιους δεσμούς, αλλά μην φανταστείς τίποτα ιδιαίτερο. Είναι άλλοι φίλοι μου που έχουν σχέσεις χρόνων, αλλά αυτά είναι τυχερά. Ίσως επειδή ασχολιόμουνα με τον συνδικαλισμό, ξεχνούσα να αγαπηθώ. Με παρέσυρε το πάθος της διεκδίκησης των δικαιωμάτων για τις τραβεστί. Εν μέρει τα κατάφερα. Οι άνθρωποι μας αντιμετωπίζουν πλέον διαφορετικά, θέλω να πιστεύω ότι δεν μας κράζουν.
Έχεις φίλους; Όχι. Με παράτησαν όλοι. Παλιά είχα δίπλα μου πολύ κόσμο, τώρα με αποφεύγουν, δεν μου μιλάνε. Θα ήθελες να σε αγαπάνε περισσότερο; Ναι. Αλλά φταίω…
Γιατί πηγαίνεις σε ψυχίατρο; Το είχα ανάγκη. Παλιά έμενα στα Μέγαρα, αλλά η μοναξιά με έκανε να φύγω. Πέρασα βαριά κατάθλιψη. Η ψυχή μου είχε γίνει μαύρη. Αρχικά είχα εγκατασταθεί στην Αθήνα, σε ένα ξενοδοχείο, μαζί με τα δύο μου σκυλιά. Τώρα νοικιάζω ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης. Νιώθω ότι δεν έχω κανέναν στον κόσμο. Είμαι ολομόναχος! Τώρα μου ‘μεινε ένα σκυλί που με λατρεύει και το λατρεύω. Μερικές φορές σκέφτομαι ποιος θα πεθάνει πρώτος: ο σκύλος ή εγώ; Και τρομάζω.
Κοιμάσαι εύκολα τα βράδια; Για να κοιμηθώ, παίρνω το ενάμιση χάπι που μου έχει γράψει ο ψυχίατρός μου. Σου λείπει ο έρωτας; Έρωτας δεν ξέρω τι θα πει. Το σεξ χωρίς συναλλαγή, ναι, μου λείπει. Δεν με κοντεύουν.
Από πότε έχεις να κάνεις σεξ; Καμιά βδομάδα. Με νεαρό τον οποίο πλήρωσα. Αντιστράφησαν οι όροι.
Θα ήθελες να είχες αγαπηθεί από κάποιον άνθρωπο και να ζούσατε τώρα μαζί; Δεν το έχω βιώσει ποτέ αυτό για να το θελήσω. Ως εικόνα μου φαίνεται ωραία, αλλά νομίζω πως σαν χαρακτήρας δεν θα το άντεχα. Είμαι ατίθασος και ο δεσμός μου θα με ήθελε πιο ήπιο. Νομίζω, όμως, ότι κατασκευάστηκα για να ζω τελικά μόνος.
Πώς και δεν έκανες αλλαγή φύλου; Δεν θέλησα ποτέ να γίνω γυναίκα. Ο ψυχικός μου κόσμος σταματούσε στον τραβεστισμό, δεν πήγαινε παρακάτω. Η εγχείρηση είναι σακατεμός, η ψυχούλα τους το ξέρει όσοι το κάνουν. Ο τραβεστί δεν είναι γυναίκα, είναι άντρας. Γεννήθηκε άντρας. Εγώ ποτέ δεν αισθανόμουν γυναίκα. Όταν μάλιστα μου ζητούσε ο άλλος να είμαι ενεργητικός, πώς να πάω και να κόψω το όργανό μου; Ήταν και εργαλείο της δουλειάς μου.
Από πότε έχεις να βάλεις γυναικεία ρούχα; Δύο χρόνια. Τελευταία φορά ντύθηκα στη γιορτή μου. Κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και έλεγα «έτσι ήσουνα παλιά;». Στεναχωρέθηκα. Γιατί γινόμουν πολύ ωραία γυναίκα! Τώρα κουράζομαι κιόλας να κάνω την αλλαγή, γιατί θέλει πολλή δουλειά: για να κάνω τεντωμένο το δέρμα μου πρέπει να βάλω λευκοπλάστη και να τσιτώνομαι, το καλοκαίρι με την περούκα είναι δράμα και όλο αυτό το θεωρώ πια ταλαιπωρία.
Έχεις ζήσει περίεργα γούστα; Τα πάντα. Όλα. Παλιά οι άντρες που έρχονταν σε μένα μου ζητούσαν να έχω τον παθητικό ρόλο. Να λειτουργώ και να συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα. Μετά άλλαξαν. Μου ζητούσαν να είμαι εγώ ο ενεργητικός. Στην αρχή μου φαινόταν κάπως περίεργο να κατεβαίνουν οι νταλικέριδες στην Καβάλας, κάτι νταβραντισμένα θηρία δυο μέτρα ύψος, να συμφωνούμε το ποσό, να πηγαίνουμε στα συνεργεία που είναι στα στενά και να μου ζητάνε να τους γαμήσω εγώ. Ύστερα το συνήθισα κι’ αυτό. Είπα «άλλαξαν οι καιροί και σ’ αυτό το θέμα» και το αποδέχτηκα. Προσαρμόστηκα. Δουλειά μου ήταν. Ό,τι ήθελε ο πελάτης. Αυτός που πάει με τραβεστί, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι νορμάλ, είναι και αυτός, κατά κάποιον τρόπο, ανώμαλος.
Γιατί δεν πάει με γυναίκα; Όποιος τραβεστί πάντως μπορεί και είναι σήμερα ενεργητικός, θεωρείται προτέρημα για το επάγγελμα. Έχει πιο πολλή κονόμα. Σταματάνε οι πελάτες και ρωτάνε: «Καυλώνεις;». Άλλαξαν οι εποχές. Κάποιος γεροδεμένος παλιά, αφού υπήρξε παθητικός μαζί μου, μετά ήθελε να με σκοτώσει με ένα μαχαίρι επειδή έγινε ό,τι έγινε. Με κοίταξε με αγριάδα και μου είπε: «Και τώρα τι συνέβη, ρε πούστη; Αντί να σε πηδήξω εγώ, με πήδηξες εσύ;». Κατάλαβα γρήγορα τι θα γινόταν, έφυγα τρέχοντας και τη γλίτωσα. Μπορεί να με σκότωνε. Έχω άγιο. Τι να πω; Τέτοια συνέβαιναν πολλά.
Πόσο πάει σήμερα; Απ’ ό,τι μου λένε φίλες μου, έχει πέσει πολύ η ταρίφα. Μέχρι 30 ευρώ το ολοκληρωμένο. Σκέψου το στοματικό…Τίποτα. Δεν αξίζει. Εκτός αν είναι καμιά καινούργια στη δουλειά, καμιά ξένη, που μπορεί να το φτάσει μέχρι τα 70 ευρώ, όχι παραπάνω. Παλιά μου τύχαιναν και πελάτες στη Συγγρού που μου έδιναν 300 χιλιάδες δραχμές. Μιλάμε για μεγάλα ποσά. Αλλά με ήθελαν για όλο το βράδυ.
Δεν κράτησες χρήματα από τότε; Πήρα ένα σπίτι, το οποίο πούλησα μετά. Όλα τα λεφτά μου τα έδωσα στους δικηγόρους και στα δικαστήρια για τα δικαιώματα των τραβεστί. Πολλά λεφτά! Αφοσιώθηκα στον αγώνα, αλλά δεν το μετανιώνω. Ήθελα να είμαι κι’ εγώ κομμάτι από την ιστορία του κινήματος.
Δεν σου τα ‘φαγαν οι γκόμενοι τα λεφτά; Μακριά από μένα αυτά. Δεν έβαζα τη δουλειά μου μέσα στο σπίτι μου. Ποτέ δεν μπερδευόταν το ένα μέσα στο άλλο. Το σώμα μου λειτουργούσε πάντα ανεξάρτητα από την ψυχή και την καρδιά μου. Οι «σχέσεις» είναι για τις συναισθηματικές, που συνήθως είναι και λίγο κουλές.
Ερωτεύτηκες ποτέ γυναίκα; Δεν μπόρεσα! Δεν μπόρεσα να το αισθανθώ.
Άντρα; Τρεις φορές. Ο μεγαλύτερός μου δεσμός κράτησε δυόμισι χρόνια. Τότε έκανα παράλληλα και πεζοδρόμιο. Αυτός αργότερα παντρεύτηκε. Θυμάμαι ότι όταν τελείωνα το βράδυ από το πεζοδρόμιο, αυτός έπαιρνε απολυμαντικό, έκανα γαργάρες και μετά κοιμόμασταν μαζί. Ήταν σαν κάτι βρόμικο που ήθελε να το καθαρίσει.
Εσύ αισθάνθηκες ποτέ ότι έκανες μια βρόμικη δουλειά; Δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Έλεγα: «Πόσο βρόμικη μπορεί να είναι η δουλειά που κάνω, αφού κατά βάθος είμαι κοινωνικός λειτουργός;». Κάνω κοινωνικό λειτούργημα. Εκσπερματώνουν οι διεστραμμένοι στις δικές μας πλάτες και ξεθυμαίνουν. Θέλω σιγά σιγά να προσγειωθώ στην πραγματικότητα. Παλιά ήμουνα πολύ πιο όμορφος και τώρα, κατά βάθος, ντρέπομαι να με λένε με το γυναικείο μου όνομα. Κατά κάποιο τρόπο, με προσβάλλει πια….
Στα 21 μου ήρθα στην Αθήνα όπου και έμεινα. Κι εδώ, όμως, ήμασταν «η ρετσινιά της κοινωνίας». Αυτοί που μας κατηγορούν τη μέρα, έρχονται το βράδυ σε εμάς, κρυφά από όλους, και κάνουν το κέφι τους.
Θα ήθελες να είχες ένα παιδί; Θα το ήθελα, αλλά ξέρω ότι δεν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω ως σύζυγος. Ένα παιδί θέλει και τη μάνα του και τον πατέρα του. Δεν μπορώ να έχω τη σωστή οικογένεια, όσο και να το θέλω.
Έκανες ποτέ ναρκωτικά; Ποτέ. Να φανταστείς ότι δεν καπνίζω καν. Εγώ πάντοτε πρόσεχα, προτιμούσα να χάσω το μεροκάματο παρά τη ζωή μου. Είχα επιτυχίες, όχι γιατί ήμουν εμφανίσιμος, αλλά διότι ήμουν τίμιος στη δουλειά μου. Υπάρχει τίμια πόρνη; Βεβαίως. Ό,τι τάζεις να το κάνεις. Να μην κλέβεις, να μην εξαπατάς τον πελάτη, να μην του λες άλλα, να παίρνεις τα λεφτά και μετά να μην μπορείς να τα κάνεις. Αυτή την τιμιότητα εννοώ εγώ. Εγώ έγινα τραβεστί για να μη γίνω κλέφτης. Από ανάγκη.
Γιατί αποφάσισες να πας στην εκπομπή της Αννίτας Πάνια; Γιατί με βόλευαν οι ώρες. Με αφορμή τη συνέντευξη που κάναμε μαζί και δημοσιεύθηκε την προηγούμενη βδομάδα, ξαφνικά με θυμήθηκαν διάφοροι. Την ίδια μέρα με είχαν πάρει τηλέφωνο και από την εκπομπή του Αρναούτογλου στον ΑΝΤ1, και παρόλο που μου αρέσει πολύ ο Γρηγόρης, ο τρόπος του, το ότι είναι πολύ ωραίος άντρας και θα με ενέπνεε, σκέφτηκα πως δεν θα αντέξω να μείνω ξύπνιος μέχρι τις 11 το βράδυ και μετά να φτάσω στο σπίτι μου στη 1 το πρωί. Θα ήταν ταλαιπωρία για μένα όλο αυτό. Έτσι, προτίμησα την εκπομπή της Αννίτας που μεταδιδόταν απόγευμα.
Θα ξαναπήγαινες καλεσμένος στην εκπομπή της; Όχι. Ποτέ! Για να ξανακούσω «μα όταν επιλέξεις να είσαι τραβεστί, δε διαλέγεις να είσαι για κράξιμο;». Είναι λίγο παρωχημένες αυτές οι εκφράσεις, λίγο «παλιές», από την εποχή που μας συνελάμβανε η αστυνομία και μας έδερνε. Ζούμε στο 2014 και η Αννίτα μιλούσε με εκφράσεις της δεκαετίας του ’70! Απορώ πώς η Αννίτα, που την θεωρώ τόσο έξυπνη γυναίκα, έπεσε σε αυτή την παγίδα να πει τέτοια πράγματα. Ήταν λάθος της. Κυρίως απέναντι σε όλο αυτό τον κόσμο που την στηρίζει όλα αυτά τα χρόνια και είχε αλλιώτικη εικόνα για εκείνη, όπως κι’ εγώ, που τη θεωρούσαμε «δικό μας» άτομο, υποστηρικτή των δικαιωμάτων μας. Μακάρι να το σκέφτηκε ψύχραιμα και να μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε. Και να το πει και δημόσια για να τελειώσει πια αυτή η ιστορία.
Αν κυκλοφορείς ως «Μπάμπης» και σε φωνάξουν στο δρόμο «Αλόμα», γυρίζεις το κεφάλι; Νευριάζω πια. Θέλω σιγά σιγά να προσγειωθώ στην πραγματικότητα. Παλιά ήμουνα πολύ πιο όμορφος και τώρα, κατά βάθος, ντρέπομαι να με λένε με το γυναικείο μου όνομα. Κατά κάποιο τρόπο, με προσβάλλει πια. Αλλά καταλαβαίνεις με ποια έννοια.
Πας στην εκκλησία; Ναι. Κοινωνώ, αλλά δεν εξομολογούμαι. Δεν τα πάω καλά με τους παπάδες. Αν ξαναγεννιόσουνα, την ίδια δουλειά θα ήθελες να είχες κάνει; Ναι. Γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι παντρεμένος με παιδιά και να πηγαίνω με τραβεστί, να ζητάω ανωμαλίες. Το θεωρώ βρωμιά!
Μικρό μέρος της συνέντευξης δημοσιεύτηκε πριν από λίγες βδομάδες στον «Φιλελεύθερο» Κύπρου. Ολόκληρη η συνέντευξη δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο LIFO.gr.
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα like στη σελίδα μας