Ο γερο-Γιώργης ο Μεράκουλος κατέθετε με τη σύζυγο του, το Λενιώ, τη μαρτυρία τους για το θαύμα της Αγίας μεγαλομάρτυρας Βαρβάρας. Η Λενιώ είχε βγάλει ένα μεγάλο σπυρί στο καλάμι του ποδιού, που κάθε μέρα γινότανε και μεγαλύτερη πληγή. Οι γιατροί ανησύχησαν. Πρότειναν στο γερο-Γιώργη να τη μεταφέρει στην Αθήνα, να της κόψουνε το πόδι.
Η Λενιώ στο άκουσμα του ακρωτηριασμού άρχισε θρήνο και κοπετό μεγάλο. Η γειτόνισσα Κατερίνη, ακούγοντας την να κλαίει, τη ρώτησε: «-Γιατί, κυρα-Λενιώ, κλαις;». «-Παιδί μου, ο γιατρός είπε να μου κόψουνε το πόδι». «-Θεια μου, την αγία Βαρβάρα να επικαλεστείς. Αυτή θα σε θεραπεύσει». Άρχισε η Λενιώ τα παρακαλητά μέρα και νύχτα.
Οι φωνές και τα δάκρυα της τελειωμό δεν είχαν. Βλέπει μια νύχτα να πλησιάζει την κλίνη της πανέμορφη κόρη και τη ρωτά: «-Τι έχεις, Λενιώ, και με καλείς;». «-Δε βλέπεις, κόρη μου, τον πόνο μου και τον καημό μου και με ρωτάς Τι έχω; Κάνω τάματα στην αγία Βαρβάρα, αλλά δε με ακούει». «-Ξεσκέπασε το πόδι σου, να δω το τραύμα». Άπλωσε η κόρη το χέρι της στην πληγή και αυτό ήταν.
Ο γιατρός, που επισκέφθηκε στο χωριό άλλη ασθενή, ρώτησε το γερο-Μεράκουλο: «-Τι κάνει η σύζυγος σου;». «-Θεραπεύτηκε, ούτε σημάδι δεν έμεινε στο πόδι». «-Θα έρθω να το δω». Το είδε και αναφώνησε: «-Μια τέτοια θεραπεία μόνο ο Θεός μπορεί να την κάνει»!!
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα like στη σελίδα μας