Ποια ήταν η τελευταία επιθυμία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη;
Είχε ανέκαθεν την άποψη ότι ο πολιτικός δεν είναι απαραίτητο να είναι αρεστός όσο είναι εν ζωή. Το μέλημά του οφείλει να είναι η μετά θάνατον δικαίωση. Και υπερασπίστηκε αυτήν του τη θέση όσο κανένας άλλος στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, με πλήρη συνείδηση του δύσκολου δρόμου που είχε επιλέξει.
«Θα με ικανοποιούσε να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που είχε την ειλικρίνεια και το θάρρος να αγωνιστεί γι’ αυτά που επίστεψε, που είχε την τύχη να μην αλλάξει ποτέ του, που είπε την αλήθεια στον λαό και δεν κορόιδεψε κανένα. Αυτό θα ήταν ο μεγαλύτερος έπαινος που θα μπορούσε να μου αποδοθεί», είχε δηλώσει ο ίδιος σε μία από τις πολλές του συνεντεύξεις.
Για τους ανθρώπους που τον γνώριζαν καλά, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ένας σκληροτράχηλος και ανθεκτικός πολιτικός και ταυτοχρόνως ένας στοργικός και αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Άλλωστε, όπως έλεγε συχνά και ο ίδιος, από μωρό έμαθε σε ένα σπίτι που μπαινόβγαινε καθημερινά κόσμος και κοσμάκης. Είχε μία φυσική άνεση με τους ανθρώπους. Με όλους τους ανθρώπους. Και μία απίστευτη αυτοκυριαρχία και αυτοπειθαρχία. Δεν ξέφευγε ποτέ από τον στόχο, ακόμα και τον πιο μικρό, αλλά δεν είχε κανένα άγχος γι’ αυτό.
Όπως αναφέρει το paraskhnio.gr ήταν ίσως ο μοναδικός πολιτικός, για την ακρίβεια ο μοναδικός άνθρωπος, που έχω γνωρίσει στη ζωή μου που δεν αγχωνόταν ποτέ.
Ακόμη και τη βραδιά των εκλογών που θα έκριναν αν θα κέρδιζε την πρωθυπουργία, μπορούσε να πάει να κοιμηθεί και να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα την επομένη! Ακόμη και στη φυλακή, περιμένοντας το εκτελεστικό απόσπασμα, κοιμόταν από το βράδυ μέχρι το πρωί «για να μη χάσει τα μυαλά του», όπως έλεγε.
Στα χρόνια της πρωθυπουργίας του, αλλά και σε αυτά που προηγήθηκαν για την κατάκτησή της, οι δημοσιογράφοι που τον συνοδεύαμε στις διάφορες αποστολές υπήρξαμε μάρτυρες των φυσικών και πνευματικών του αντοχών.
Υπήρχαν φορές που όλοι εμείς, δεκαετίες νεότεροί του, ξεπερνούσαμε τα όρια των αντοχών μας για να καταφέρουμε να ακολουθήσουμε τους δικούς του ρυθμούς. Δεν είναι και εύκολο πράγμα να ξεκινάς το πρωί από το σπίτι σου, να επισκέπτεσαι τρεις πρωτεύουσες ευρωπαϊκών χωρών και το βράδυ να ξαναβρίσκεσαι εκεί από όπου ξεκίνησες τη μέρα σου. Κι όμως.
Επί των ημερών του στο τιμόνι της χώρας, το κάναμε και αυτό. Ξεκινήσαμε από την Αθήνα για Βελιγράδι, από εκεί στο Βερολίνο, μετά στη Ρώμη και πίσω στην Αθήνα! Για να μην πούμε για τη φορά που ενημερώθηκε εν πτήσει για Καστοριά ότι δεν μπορεί να προσγειωθεί το αεροπλάνο λόγω καιρού και αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη να αλλάξουμε πορεία, να προσγειωθούμε Λάρισα και από εκεί να ανέβουμε οδικώς Καστοριά, διότι η περιοδεία είναι περιοδεία και σε καμία περίπτωση δεν αναβάλλεται!Κι εκείνος ήταν «ατσαλάκωτος»!
Ατσαλάκωτος και πάντα ψύχραιμος. Όταν μπήκε ένα σμήνος πουλιών στην τουρμπίνα του αεροσκάφους κατά τη διαδικασία της απογείωσης από το αεροδρόμιο της Κέρκυρας κι έπιασε φωτιά, όταν έσπασε η μία μηχανή του αεροπλάνου πάνω από το Παρίσι, όταν έσβησαν τα φώτα στον αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Ήξερε και τη φήμη του…γουρλή που τον συνόδευε και φρόντιζε πάντα να μας ενημερώνει ο ίδιος για κάθε πρόβλημα. Μάλλον έσπαγε πλάκα με την αγωνία που έβλεπε ζωγραφισμένη στα μάτια μας…
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1918 στη συνοικία Χαλέπα των Χανίων, σε μία οικογένεια με μακρά πολιτική παράδοση. Ο παππούς του (1845-1898), από τον οποίο πήρε το όνομά του, ήταν ο ιδρυτής του Κόμματος των Ξυπόλητων, το οποίο παρέλαβε εν συνεχεία ο Σοφοκλής Βενιζέλος, μετονομάζοντάς το σε Κόμμα των Φιλελευθέρων.
Τον πατέρα του τον έχασε δύο χρόνια πριν εκλεγεί για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων, το 1946. Ο ίδιος έμοιαζε στη μητέρα του, και σωματικά αλλά και στον χαρακτήρα. Κι εκείνη, όπως συχνά θυμόταν, πίστευε ότι «πρέπει να κάνεις πάντα το σωστό και να μη σε νοιάζει».
Και όταν εκείνη «έφυγε», πριν από πέντε χρόνια τον ίδιο μήνα, ο Κων. Μητσοτάκης συγκλονίστηκε. Δεν το περίμενε αυτό. Περίμενε να έρθει δεύτερη. Παρηγοριά του τα τέσσερα παιδιά του, τα δεκατρία εγγόνια, τα δεκατρία δισέγγονα και οι φίλοι.
Είχε «καρδιακούς» φίλους ο Κων. Μητσοτάκης. Τον στήριζαν και τους στήριζε μέχρι εκεί που δεν πάει. Ήταν ικανός να πάει στο τελευταίο χωριό για να στηρίξει με την παρουσία του έναν φίλο που κατέβαινε υποψήφιος, ακόμα και για το μικρό, τοπικό αξίωμα. Και στις χαρές και στα δύσκολα.
«Φοβάστε τον θάνατο;» τον ρώτησαν σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις.«Εμένα η μεγάλη επιθυμία τώρα, και γι’ αυτό παρακαλώ τον Θεό, είναι να πεθάνω όρθιος. Δεν φοβήθηκα ποτέ τον θάνατο και ούτε τον φοβάμαι. Είμαι απόλυτα προετοιμασμένος. Με περιμένει και μένα αυτό το μικρό ταπεινό νεκροταφείο που έχει δεχθεί ήδη τη Μαρίκα, με θαυμάσια θέα. Όλα τα πράγματα έχουν το τέλος τους, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό…».
O Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γύρισε για πάντα στην αγαπημένη του Κρήτη και στη λατρεμένη του γυναίκα. Εκεί, στους βράχους του Αργουλιδέ, σε μια γαλήνια περιοχή, γεμάτη ελιές, ένα χιλιόμετρο ευθεία από τους τάφους των Βενιζέλων.
Διαβάστε ποιες οι δύσκολες ώρες του Άκη Τσοχατζόπουλου.