Της Κατερίνας Γκαράνη
Μία χώρα πέτρα πάνω στην πέτρα, με ελάχιστα καλλιεργήσιμα εδάφη, κλεισμένη από άγριες θάλασσες, με πολύ ανηφόρα και πολύ στροφή. Για να κάνεις χωράφι σε αυτή την γη έπρεπε να πρώτα να την φέρεις κομμάτι-κομμάτι σε ευθεία. Καλλιεργήσιμα σκαλοπάτια όλη η χώρα.
Αυτή είναι η Ελλάδα. Μια πολύ δύσκολη χώρα για να ζήσεις με αυτάρκεια. Πολύ σκληρή για επιβίωση. Για να σου δώσει ένα πιάτο φαγητό έπρεπε να φτύσεις αίμα. Αυτή η χώρα ανήκε σε κατοίκους που έχυναν πολύ ιδρώτα για να την τιθασεύσουν, να την μπολιάσουν με το αίμα τους για να δώσει καρπούς.
Η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν ξεγνοιασιά, γλέντι, ήλιος και χαλάρωση. Αυτά ήταν τα μικρά διαλείμματα στις 365 ημέρες πολέμου μαζί της. Στην Ελλάδα για να πας σχολείο ήταν σαν να έκανες ταξίδι στο φεγγάρι. Και κοίτα να δεις πως κατάφερε να βγάλει από αυτούς τους φεγγαροπερπατητές με το αλφαβητάρι στη μασχάλη τόσους επιστήμονες που καμιά άλλη χώρα της δύσης δεν έχει βγάλει βάση πληθυσμού και βάση υποδομών τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του ’60.
Εκείνοι οι Έλληνες κατάφεραν να ξεπεράσουν δύο παγκόσμιους πολέμους, έναν βαλκανικό, μία μικρασιατική καταστροφή και χωρίς ίχνος βοήθειας από πουθενά να ξαναχτίσουν την χώρα. Και είναι σίγουρο ότι αν από το 1945 και μετά την άφηναν στην ησυχία της οι Δυτικοί, οι Έλληνες θα ήταν Έλληνες και όχι Ελληνόφωνοι.
Από τότε που ήρθε το πρώτο πακέτο Μάρσαλ και συνεχίστηκαν τα δάνεια του ’50, του ’60, του ’70 για τους λίγους εκλεκτούς ευρωτσολιάδες εκείνων των εποχών, μετά οι επιδοτήσεις του ’80, του ’90, του ’00 για τα εκατομμύρια ευρωτσολιάδες τούτων των εποχών, με αποκορύφωμα τα τρία μνημονιακά πακέτα “διάσωσης” των τελευταίων 5 χρόνων τα οποία δεν τα είδαν ποτέ οι δανειζόμενοι, είναι θαύμα που ακόμη συνεννοούμαστε στην ελληνική. Είναι πραγματικό θαύμα που ακόμα αντέχουμε να ζούμε σε αυτή την σκληρή γη. Ή μάλλον που μάς αντέχει τούτη η γη.
Τους τελευταίους χειμώνες και καλοκαίρια που δεν υπάρχει η άνεση του χρήματος να φουλάρεις με πετρέλαιο τον λέβητα ή να ανοίγεις το κλιματιστικό όλο το 24ωρο, παίρνουμε μια γεύση του τι σημαίνει Ελλάδα. Σε παγώνει και σε λιώνει άνευ οίκτου.
Τώρα που κοιτάς την τιμή της ντομάτας ή του γάλακτος και αποφασίζεις να την περάσεις με εισαγόμενο μεταλλαγμένο ρύζι, παίρνεις μια γεύση τι σημαίνει καλοκαίρι στο χωράφι και στο άρμεγμα. Τι σημαίνει να θερίζεις στάρι στους 40 βαθμούς Κελσίου στον κάμπο της Θεσσαλίας. Τι σημαίνει να σηκώνεις δίχτυα καταχείμωνο στο Αιγαίο ή να μαζεύεις πορτοκάλια με τον πάγο να σχίζει τις παλάμες σου. Τα μισούσαμε όλα αυτά. Γδέρναμε την πέτσα του κορμιού μας να φύγει από πάνω η καταγωγή μας που μύριζε ιδρώτα, τυρί, ψάρι, κοπριά και χώμα. Σνομπάραμε την ίδια μας την χώρα και θέλουμε να λεγόμαστε Έλληνες!
Ακούσαμε κάπου τον Χατζιδάκι να ομιλεί περί εξαιρέσεων και νομίσαμε ότι οι εξαιρέσεις είμαστε τα 10 εκατομμύρια Ελληνόφωνων που κάνουμε περατζάδα στα σοκάκια αυτής της χώρας.
Δείξτε μου λοιπόν, μια εξαίρεση μετά τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Παναγούλη, τον Καστοριάδη, τον Λαμπράκη, τον Παπανικολάου, τον Τσαρούχη, τον Καζαντζάκη, τον Μόραλη για να μην αναφερθούμε στους μπαρουτοκαπνισμένους.
Μία εξαίρεση από την δεκαετία του ’80 και μετά. Ένα όνομα που να φέρει τον κόσμο ανάποδα με την τέχνη, την επιστήμη, την στάση ζωής, το μυαλό του, την αντρειοσύνη του, την ανθρωπιά του. Μία μωρέ, όχι δύο.
Ας αφήσουμε τις παρόλες και τα “ξέρεις ποιος είμαι εγώ”. Το ποιος είσαι το δείχνουν οι εκλογικές αναμετρήσεις: Ένας επιδοτούμενος τουρίστας είσαι.
Η Ελλάδα κινούνταν κάποτε με εξαιρέσεις διότι αυτές οι εξαιρέσεις όχι μόνο δεν σνόμπαραν αυτούς που δάμαζαν για εργασία και παραγωγή την χώρα, αλλά από αυτές έπαιρναν την ώθηση να μεγαλουργήσουν ως Έλληνες. Για να μπορεί και ο ανώνυμος εργάτης, αγρότης, ψαράς, οικοδόμος, γιατρός, δάσκαλος κ.ο.κ, να περπατά με το παράστημα ψηλά ως Έλλην ότι η εξαίρεση ήταν της ίδιας καταγωγής.
Ο κανόνας των εξαιρέσεων ήταν ο ίδιος ο Έλληνας, που κατάφερνε να κρατάει το χαλινάρι της ατίθασης γης Ελλάδας τη μια δυνατά και την άλλη χαλαρά, τη μια με γλυκόλογα και την άλλη “κατεβάζοντας καντήλια”. Γι” αυτό τώρα δεν αντέχουμε να μην προσκυνάμε σε ξένους ηγεμόνες τόσο απροκάλυπτα. Φοβόμαστε την ίδια μας τη γη γιατί δεν την γνωρίζουμε πια. Την αφήσαμε μόνη της συνειδητά και τρομάζουμε στην ιδέα να σκάψουμε πάλι τα σκαλοπάτια της ένα-ένα για να την ξανακερδίσουμε. Θέλει λεβέντες τούτη η χώρα και όχι κινούμενους λαπάδες.
Η σχέση του Έλληνα με την χώρα του ήταν άκρως ερωτική και ποτέ δεν ήταν δεδομένο ότι θα σου ανταποδώσει στα ίσα όσα της δίνεις. Όπως ο έρωτας, εξ ου και ο νόστος. Εξ ου και το όπου κι αν ταξίδευες η Ελλάδα σε πλήγωνε. Τώρα την εγκαταλείπεις εύκολα διότι δεν την πονάς και δε σε πονάει κι αυτή πια.
Γι” αυτό μην περιμένουμε κανέναν να σταθεί μπροστά για να μάς οδηγήσει σε άλλο μονοπάτι από αυτό που πήραμε. Δεν είμαστε πλέον κομμάτι αυτής της χώρας, μάς έφτυσε η ίδια κυριολεκτικά στα μούτρα αφού την αντιμετωπίσαμε ως δεδομένη σύζυγο με προίκα και όχι ως έρωτα.
Δεν είμαστε πλέον η έμπνευση καμιάς εξαίρεσης. Είμαστε ακριβώς αυτό που σιχαινόταν οι εξαιρέσεις, τις οποίες τώρα στα δύσκολα θυμόμαστε και αναμασάμε τα επιτεύγματά τους λες και είναι δικά μας.
Ανόητοι και κομπλεξικοί είμαστε, που πετάξαμε την ταυτότητα της καταγωγής μας για μια ευκαιριακή μπουρδελότσαρκα, θρυμματίζοντας για πάντα την καρδιά του έρωτα Ελλάδα.
Πηγή: stontoixo.com
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα like στη σελίδα μας