Τον πόλεμο και επισήμως κήρυξε ο πρωθυπουργός στην μεσαία τάξη (ή ό,τι απέμεινε από αυτήν!) λέγοντας ξεκάθαρα πως η κυβέρνηση στοχοποιεί όσους δηλώνουν 30.000 ευρώ και άνω το χρόνο, αδιακρίτως κοινωνικών ή άλλων αναγκών, αν αναγκάζονται να εργάζονται με δεύτερη ή τρίτη δουλειά για να τα φέρουν πέρα κλπ.
«Εκεί θέλουμε να αυξήσουμε τα βάρη, όχι στους φτωχούς» ανέφερε μιλώντας στη Βουλή ο πρωθυπουργός, επιχειρώντας να δικαιολογήσει γιατί η κυβέρνηση αυξάνει, αντί να καταργήσει την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης.
Με τη λογική του πρωθυπουργού, όποιος βγάζει 2.500 ευρώ (ή 2.000 ευρώ καθαρά το μήνα) ανήκει στους προνομιούχους μαζί με εκείνους που δηλώνουν (ασχέτως πόσων βγάζουν) 500.000 ή πάνω από 1 εκατομμύριο το χρόνο.
Μιλώντας σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση και με την άνεση πολιτικών που προκαλούν κρίνοντας από άμβωνος τους ανθρώπους του μόχθου (και την κοινωνία ολόκληρη ακόμα), απέφυγε να αναφέρει πως ανάμεσα στα περίπου 250.000 νοικοκυριά που δηλώνουν τα 30.000-50.000 ευρώ που καταφέρνουν να βγάζουν, υπάρχουν και πολλές χιλιάδες πολύτεκνοι μεροκαματιάρηδες και άνθρωποι που αγωνίζονται σκληρά και δημιουργικά για να σώσουν τα σπίτια τους που χρωστούν στις τράπεζες, αναγκαζόμενοι να δουλεύουν με απάνθρωπα ωράρια, για όσο τουλάχιστον βρίσκουν ακόμη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα.
Διόλου τυχαία μάλιστα φαίνεται πως επέλεξε το όριο αυτό των 30.000 ευρώ, για να στιγματίσει όσους θεωρεί προνομιούχους η κυβέρνηση. Με το ισχύον μισθολόγιο και δεδομένης της υποχρεωτικής μονοθεσίας που ισχύει στο δημόσιο, κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δηλώνει πάνω από 20.000 – 25.000 το χρόνο από μισθούς (ακόμα και αν τα βγάζει με δεύτερη δουλειά ή πλάγια μέσα) εκτός αν έχει και εισοδήματα από ενοίκια, αγροτικές εργασίες κλπ.
Ακόμα χειρότερα, βάζει στο ίδιο σακί όσους ιδιωτικούς υπαλλήλους ή ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν με ειλικρίνεια πως βγάζουν πάνω από 2.000 ευρώ καθαρά το μήνα (χωρίς να ξέρουν αν θα μπορούν να τα έχουν και τον επόμενο) μαζί με άλλους του ιδιωτικού τομέα που φοροδιαφεύγουν συστηματικά, αλλά πιάνονται στα τεκμήρια (σπίτια, πολυτελή ΙΧ, πισίνες κλπ) και για αυτό δεν μπορούν να κρύψουν πως έχουν εισόδημα τουλάχιστον 30.000 ή 50.000 ευρώ το χρόνο.
Αν και θέλησε πάντως να καθαγιάσει λεκτικά τους μισθούς των 1000-1500 ευρώ που προσφέρει το δημόσιο, δεν δικαιολόγησε γιατί δεν τους απαλλάσσει από την έκτακτη εισφορά, μεταθέτοντας και αυτών τα βάρη στους «προνομιούχους».
Επιπλέον, στην ΄δια ομιλία του, ο κύριος Τσίπρα εξομοίωσε και τους πλούσιους μεγαλοφειλέτες με τους εκατομμύρια μικρομεσαίους και μισθοσυντήρητους που έπεσαν θύματα του Μνημονίου, βάζοντας και τους μεν και τους δε «στο ίδιο τσουβάλι» των 774.000 οφειλετών που πλήρωσαν 368.000.000 ευρώ με τις ρυθμίσεις χρεών.
Όπως είπε, όλοι αυτοί μαζί ρύθμισαν 5,65 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, ο καθένας τους πρέπει να χρωστούσε κατά μέσο όρο από 7.300 ευρώ στην εφορία. Η διαφορά όμως είναι πως 3 εκατομμύρια μικροφειλέτες χρωστούν στην εφορία από 1,00 έως 3.000 ευρώ και όλοι αυτοί δεν μπήκαν στην ρύθμιση –ή μπήκαν και ταλαιπωρούνται για να πληρώνουν 20ευρα και 30ευρω κάθε μήνα κόβοντας και από το γάλα των παιδιών τους!
Αντιθέτως στη ρύθμιση μπήκαν μαζικά όσοι είχαν και δεν πλήρωναν εκατομμύρια ευρώ ο καθένας, δίνοντας ό,τι θέλουν και με δώρο από την κυβέρνηση έως και 70% των οφειλών τους, για να αφήσουν πίσω το αμαρτωλό φορολογικό παρελθόν τους. Για το λόγο αυτό και μόνον, ο μέσος όρος οφειλής είναι υπερδιπλάσιος των φτωχών μικροφειλετών χάριν των οποίων –υποτίθεται- στήθηκε η περιβόητη ρύθμιση χρεών στην εφορία.
Συγκεκριμένα, στην δευτερολογία του χθες στη Βουλή ο κ.Τσίπρας ανέφερε:
«Βεβαίως, σας άκουσα να λέτε ότι ερχόμαστε να φέρουμε βάρη και στη μεσαία τάξη. Κύριε Σαμαρά, καλό είναι να μην κυκλοφορείτε μονάχα στην Κηφισιά, διότι αν κυκλοφορήσετε στην υπόλοιπη Ελλάδα των μνημονίων, θα καταλάβετε ότι 30.000 ατομικό εισόδημα δεν χαρακτηρίζει σήμερα τη μεσαία τάξη. Δυστυχώς!
Και γι’ αυτό εμείς καταθέσαμε αυτή την πρόταση. Διότι πράγματι χρειάζεται να πιάσουμε στόχους, να ισοσκελίσουμε προϋπολογισμούς, να έχουμε αυτά τα χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Όμως, για να τα πιάσουμε αυτά, δεν θέλουμε να ρίξουμε τα βάρη στους φτωχούς, στους μεροκαματιάρηδες, στους ανθρώπους που υπομένουν και παίρνουν όλα τα βάρη στις πλάτες τους.
Έχουμε μια αναδιανεμητική λογική. Αναδιανέμουμε τα βάρη. Γι’ αυτό και είπαμε αύξηση 0,6% από 30.000 έως 50.000, αύξηση 1,9% από 50.000 έως 100.000 εισόδημα και 3,2% από 100.000 έως 500.000»…
Είναι ξεκάθαρο από τα παραπάνω πως, και όσες προσπάθειες αν ήθελε να κάνει η κυβέρνηση για να εξαιρέσει όσους βγάζουν κάτω από 50.000 ευρώ το χρόνο, θα της έλειπαν πάνω από 200.000 «βαστάζοι» της οικονομικής πολιτικής της.
Όσο για τους μικρομεσαίους οφειλέτες, ο κύριος Τσίπρας είχε να πει:
…«Δεν μιλάτε για τις εισπράξεις που έχουμε, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Μέχρι τις 5 Ιουνίου, μέχρι σήμερα, έχουν ενταχθεί στη ρύθμιση 774.000 οφειλέτες, με συνολικό ρυθμιζόμενο ποσό της τάξης των 5,65 δισεκατομμυρίων. Έχουν ήδη εισπραχθεί 368 εκατομμύρια».
Αυτό σημαίνει ότι, κατά μέσο όρο, κάθε οφειλέτης πλήρωσε 475 ευρώ για τα χρέη των 7.300 ευρώ που τους αναλογούσαν. Αν αφαιρέσουμε όμως τις περιπτώσεις μεγαλοφειλετών που γνωστές (επειδή το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών τις διαφημίζει με ανακοινώσεις και δελτία Τύπου) επειδή βρήκαν μέσα σε λίγες μέρες ή βδομάδες να πληρώσουν εκατομμύρια «ακατέβατα» που τα χρωστούσαν εδώ και δεκαετίες αλλά δεν πλήρωναν ποτέ τίποτε, προκύπτει ότι οι υπόλοιποι «έσπασαν τον κουμπαρά» για να πληρώσουν πολύ λιγότερα από τα 475 ευρώ που υποτίθεται πως έδωσε ο καθένας τους -κατά μέσο όρο πάντα…
Στην ίδια ισοπεδωτική λογική, ο πρωθυπουργός έθεσε εμβληματικά ως ευγενή στόχο της κυβέρνησης την διάσωση (μόνον) των χαμηλοσυνταξιούχων από την κατάργηση του ΕΚΑΣ, παραβλέποντας πως:
– το συγκεκριμένο προνοιακό βοήθημα λαμβάνουν μόνον 250.000 από τα 2.500.000 χαμηλοσυνταξιούχων με σύνταξη κάτω των 600 ευρώ το μήνα
– μαζί με το ΕΚΑΣ και την δια νόμου κατώτατη σύνταξη, οι ΕΚΑΣιούχοι λαμβάνουν έως και τα διπλάσια έναντι όσων λαμβάνουν προνοιακή σύνταξη ΟΓΑ.
– δεν λαμβάνουν ΕΚΑΣ οι χαμηλοσυνταξιούχοι του ΝΑΤ, όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας
– 1 εκατομμύριο εργάτες που έχουν πληρώσει έως 35 χρόνια ένσημα παίρνουν συνολική σύνταξη (κύρια και επικουρική) 600-700 ευρώ, αλλά χάνουν το ΕΚΑΣ και πληρώνουν μεγαλύτερη συμμετοχή σε φάρμακα και γιατρούς που έχουν ανάγκη, εν σχέσει με τους 250.000 επιδοματούχους που θέλει να διασώσει η κυβέρνηση.
Δεν είναι τυχαίο όμως και ότι, αν και «για πρώτη φορά» θα περίμενε κανείς από κυβέρνηση της Αριστεράς ότι τα μέτρα που λαμβάνει θα αφήνουν στην ησυχία τους (αν δεν ανακουφίζουν κιόλας) όσους έχουν ανάγκη, βρίσκοντας τρόπους να πληρώσουν οι πλούσιοι που δεν πλήρωναν περισσότερα, μόλις εχθές η αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κυρία Νάντια Βαλαβάνη περιέγραψε περίπου ως … συνταγματικό πρόβλημα γιατί δεν μπορεί να αγγίξει η κυβέρνηση το εφοπλιστικό κεφάλαιο.
Σε δήλωσή της τονίζει η αρμόδια για την φορολογική πολιτική της κυβέρνησης, Αναπληρώτρια Υπουργός Οικονομικών κ. Νάντια Βαλαβάνη τόνισε πως «τα προνόμια του εφοπλιστικού κεφαλαίου ρυθμίζονται από ένα εκτενές θεσμικό πλαίσιο, όπως το ν.δ. 3415/1955, ο ν. 27/1975, ο ν.814/1978, ο ν. 4110/2013, ο ν.4223/2013 κλπ. Ο πυρήνας των σημαντικότερων από αυτούς τους νόμους προστατεύεται συνταγματικά (άρθρο 107 του Συντάγματος), πράγμα που σημαίνει ότι για την αλλαγή τους απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση».
Επιβεβαιώνει ουσιαστικά έτσι γιατί, για διάφορους λόγους (τυπικούς ή ουσιαστικούς), η κυβέρνηση θεωρεί μονόδρομο την φορολόγηση των συνήθων υποζυγίων, δηλαδή οικογενειαρχών που καταφέρνουν να έχουν ακόμα δουλειά για να ζουν την οικογένειά τους και να πληρώνουν και … για τους φόρους όλων των άλλων.
Πηγή: Πρώτο Θέμα
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα like στη σελίδα μας