Σαν σήμερα, πριν από δύο χρόνια, συνέβη στην Αμερική το μεγαλύτερο τρομοκρατικό χτύπημα μετά από εκείνο της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν κατά τη διάρκεια του 117ου Μαραθώνιου της Βοστόνης, από την έκρηξη δύο βομβών, έχασαν τη ζωή τους τρεις άνθρωποι και εκατοντάδες τραυματίστηκαν, πολλοί εκ των οποίων ακρωτηριάστηκαν. Ο Δημήτρης Ανδριόπουλος, ένας εκ των Ελλήνων που έτρεξαν σε εκείνον τον αγώνα και τερμάτισε 12 λεπτά πριν από την έκρηξη, δέχθηκε να μοιραστεί τις αναμνήσεις του από εκείνες τις μέρες στο SDNA και τα όσα δηλώνει συγκλονίζουν.
Οι πιο πολλοί ίσως τον γνωρίζουν ως τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας «Dimand» που έχει αναλάβει το project του γηπέδου της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο λόγος για τον Δημήτρη Ανδριόπουλο που είναι ο project manager της «Αγιά Σοφιάς». Ωστόσο, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν τον… εθισμό του στο τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων.
Αυτή η αγάπη του τον οδήγησε πριν από ακριβώς 2 χρόνια, στις 15 Απριλίου του 2013, στη Βοστόνη, ώστε να λάβει μέρος στον 117ο Μαραθώνιο στον οποίο συμμετείχαν πάνω από 24.000 άνθρωποι. Εκτός από μερικούς φίλους του, ο Δημήτρης Ανδριόπουλος είχε στο πλευρό του τον μεγάλο του γιο με τον οποίο έτρεξαν μαζί ενώ στην τελευταία ευθεία του τερματισμού τον περίμενε ο μικρότερος γιος του, ο οποίος περίμενε να τον δει να τερματίζει. Από αυτό το ιδεατό σκηνικό, δεν προμηνυόταν τίποτα κακό, τίποτα οδυνηρό…
Για αυτό, όμως, φρόντισαν τα αδέρφια Τσαρνάεφ. Ο Τζοχάρ σε ρόλο φυσικού αυτουργού και ο Ταμερλάν (που σήμερα είναι νεκρός μετά από ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία στο Ουότερταουν) που είχε αναλάβει την ηθική αυτουργία και την καθοδήγηση του μικρού του αδερφού, με δύο αυτοσχέδιες βόμβες τοποθετημένες κοντά στον τερματισμό, σκότωσαν 3 άτομα και τραυμάτισαν εκατοντάδες κόσμου που βρίσκονταν στο σημείο.
Για τις καταστάσεις αυτές και το πώς βίωσε από πολύ κοντά το τραγικό αυτό περιστατικό μιλάει στο SDNA o ίδιος ο Δημήτρης Ανδριόπουλος και οι περιγραφές του συγκλονίζουν.
Ο ισχυρός άνδρας της «Dimand» καταθέτει όλα τα περιστατικά που έζησε ο ίδιος και η οικογένειά του ως παρ’ ολίγον θύματα της απίστευτης τρομοκρατικής ενέργειας της Βοστόνης, για το πόσο κοντά πέρασε ο θάνατος από δίπλα τους, για τη σχέση του με τους Μαραθώνιους που κλονίστηκε μετά το περιστατικό, αποκαλύπτει ποια είναι η εικόνα που δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ ενώ σχολιάζει και την καταδικαστική απόφαση για τον δράστη, Τζοχάρ Τσαρνάεφ.
– Δύο χρόνια συμπληρώνονται από εκείνο το τρομοκρατικό χτύπημα της 15η Απριλίου στο Μαραθώνιο της Βοστόνης. Ποιες είναι οι εικόνες που σας έχουν μείνει από εκείνη την ημέρα;
«Ήταν μια πολύ δύσκολη εμπειρία. Ο Μαραθώνιος για μένα είναι ένα χόμπι και εκείνη τη μέρα συνδυάστηκε με μία εν δυνάμει καταστροφή υπό την έννοια ότι πριν από λίγο είχα περάσει από τη γραμμή τερματισμού, άρα θα μπορούσε να είμαι ένα από τα θύματα. Το χειρότερο είναι ότι ένας από τους δύο γιους μου, με τον έναν έτρεχα μαζί, ο μικρός ήταν στο πεζοδρόμιο που έγινε η έκρηξη και επειδή περάσαμε, έφυγε από εκεί, απομακρύνθηκε και ήρθε να μας συναντήσει. Το τρέξιμο είναι κάτι που σου δίνει χαρά, είναι το χόμπι σου, είναι κάτι που αγαπάς. Έτυχε εκείνη τη μέρα να γίνει μια εν δυνάμει καταστροφή. Μετά απ’ αυτό δεν σας κρύβω ότι είχα μια απέχθεια στο να τρέχω. Πέρασε μια δύσκολη περίοδος. Τελικά, για να το αντιμετωπίσω, σταμάτησα σχεδόν να τρέχω Μαραθώνιους στην άσφαλτο και το γύρισα στο τρέξιμο στο βουνό».
– Διαβάζοντας παλαιότερες συνεντεύξεις σας, κατάλαβα ότι το τρέξιμο για σας δεν είναι απλό χόμπι, αλλά ένας τρόπος ζωής, άρα είναι πολύ σημαντικό αυτό που λέτε…
«Σκέφτηκα να το κόψω, υπό την έννοια ότι ήταν τόσο ισχυρό αυτό το σοκ που μετά δεν μου έδινε αυτή τη χαρά, παρότι το είχα ανάγκη ως άνθρωπος και ως οργανισμός. Άρχισα να μην το κάνω με την επιμέλεια που το έκανα πριν, άρχισα να μην με ενδιαφέρουν οι Μαραθώνιοι. Πραγματικά, τότε με προβλημάτισε αυτό από τον Απρίλη του 2013. Πράγματι το έκανα πράξη τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Άρχισα να τρέχω σε μονοπάτια σε βουνά και πλέον αυτό που αγαπάω είναι οι αγώνες βουνού, οι Μαραθώνιοι στο βουνό και λιγότερο οι άσφαλτοι και οι Μαραθώνιοι στο δρόμο. Αυτή η αλλαγή οφείλεται σε εκείνο το γεγονός της Βοστόνης».
– Με κάθε διαδρομή σας στην άσφαλτο, σας έρχονται σκηνές από εκείνο το τραγικό περιστατικό και γι’ αυτό έχει προκύψει αυτή η απέχθεια;
«Ίσως η λέξη “απέχθεια” να μην είναι και η σωστή λέξη. Είναι ότι τότε προέκυψε μια έλλειψη ενδιαφέροντος και ως βαρεμάρα να το πούμε έτσι. Οπότε αναζήτησα μια εναλλακτική. Αντί, λοιπόν, να το κόψω και να αρχίσω το… τένις, βρήκα αυτή τη διέξοδο, επειδή το αγαπούσα και το αγαπώ το τρέξιμο. Αυτή η βαρεμάρα, αυτή η αλλαγή, αυτή η αποστροφή να τρέχω τότε, προερχόταν απ’ αυτό το γεγονός. Ήταν μια πολύ τραυματική εμπειρία. Δεν μπορούσα να το χωνέψω για πολύ καιρό, αυτό που έγινε. Μπορεί να είχα τερματίσει, αλλά ήμουν στην περιοχή, άκουσα τις εκρήξεις. Το ξενοδοχείο μας ήταν μόλις 4 τετράγωνα από τον τερματισμό, όπου κι έγινε το συμβάν. Μετά έμεινα 2 μέρες στη Βοστόνη και είδα ότι στο ξενοδοχείο μας μπροστά, απαγορευόταν η έξοδος για μια μέρα. Μετά στο δρόμο, παραδίπλα, που έβλεπα στο παράθυρο του δωματίου μου, ήταν παρατημένες 10.000 σακούλες με ρούχα που δεν είχαν προλάβει να πάρουν οι δρομείς. Ήταν αφημένες κάτω στο δρόμο για 24 ώρες. Η Βοστόνη ήταν μια πόλη που δεν λειτουργούσε. Είχε γεμίσει αστυνομικούς. Ξέρετε, ήταν ένα αλλόκοτο γεγονός, εντελώς απρόβλεπτο».
– Από τα ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, θυμόμαστε ότι επί 2 μέρες, περίπου 15 τετράγωνα γύρω από εκείνη την περιοχή ήταν αποκλεισμένα σαν σκηνή εγκλήματος, με τις κίτρινες κορδέλες, όπως βλέπουμε στις ταινίες…
«Ήταν αποκλεισμένα 13 τετράγωνα. Όταν λέμε “αποκλεισμένα”, εννοούμε με την πλήρη έννοια του όρου, όχι την ελληνική. Δεν μπορούσες να πλησιάσεις καν και μετά για 3 μέρες, η πόλη είχε περιπολίες και “αστυνομικοκρατείτο” ή “στρατιωτικοκρατείτο” με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Μόνο στις ταινίες τα έβλεπε κανείς αυτά. Σε κάθε τετράγωνο υπήρχαν περίπολοι. Υπήρχε στρατιωτική αστυνομία, δημοτική αστυνομία, FBI, NSA, CIA. Ό,τι μπορείτε να φανταστείτε».
– Με άλλα λόγια, βλέπατε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σας μια άλλη 11η Σεπτεμβρίου;
«Mπορεί το συμβάν με τον Μαραθώνιο της Βοστώνης να είχε 3 νεκρούς, αντί για 3.000, αλλά επειδή είναι τόσο μαζικό γεγονός, είχε πολύ μεγάλο αντίκτυπο, γιατί μπήκαν σε κίνδυνο χιλιάδες ζωές. Θα μπορούσε να είχαν γίνει πολλά περισσότερα. Έχει γραφτεί στην ιστορία της Αμερικής ως το δεύτερο χειρότερο συμβάν τρομοκρατίας».
– Δεν ρωτάω τον επιχειρηματία κ. Ανδριόπουλο, αλλά ξεκάθαρα τον πατέρα, τον γονιό κ. Ανδριόπουλο. Είπατε ότι δίπλα σας και ελάχιστα μέτρα από το σημείο της έκρηξης βρίσκονταν τα δύο σας παιδιά. Σήμερα, δύο χρόνια μετά από το περιστατικό, έχετε αντιληφθεί πόσο κοντά τους πέρασε ένας θανάσιμος κίνδυνος;
«Βέβαια… Είναι αυτό που δημιουργεί το συναίσθημα μετά την απομάκρυνση. Είναι τέτοιο το σοκ, συνειδητοποιώντας τι θα μπορούσε να σου είχε συμβεί. Θα μπορούσε να είσαι ένας από τους νεκρούς, θα μπορούσε να είσαι ένας από τους ακρωτηριασμένους, θα μπορούσε το παιδί σου να είναι ένας από αυτούς. Θυμάμαι ήμουν πίσω στο ξενοδοχείο… Αμέσως προκλήθηκε μια συμφόρηση στα τηλέφωνα και δεν λειτουργούσαν τα κινητά. Για μισή ώρα δεν μπορούσα εντοπίσω τον μικρό μου τον γιο πού βρίσκεται, αφού ευτυχώς ο μεγάλος ήταν μαζί μου. Μετά όταν οι δυο τους συναντήθηκαν κάπου μέσα στην πόλη, γιατί τον μικρό δεν τον είδα, αφού έπρεπε να πάνε στο αεροδρόμιο να πετάξουν για Σικάγο, δεν ήξερα αν έχουν βρει ταξί, αν έχουν φτάσει στο αεροδρόμιο… Κάποια στιγμή κατόρθωσαν να με πάρουν από το αεροδρόμιο… Ήταν μια συνεχής αγωνία. Και δεν ήταν μόνο τα παιδιά μου. Ήταν άλλοι φίλοι που είχαμε πάει μαζί και δεν είχαν προλάβει να τερματίσουν και είχαν εγκλωβιστεί σε μια απόσταση που ήταν 3-4 ώρες μακριά και τελικά έφτασαν στο ξενοδοχείο μετά από 4-5 ώρες. Δεν ξέραμε τι γινόταν με αυτούς, πού ακριβώς βρίσκονταν. Ήμαστε μια παρέα από 10 άτομα εκεί. Αυτά είναι τραύματα που μένουν».
– Ποιο είναι αυτό το περιστατικό που όποτε και να σας ρωτήσει κάποιος, δεν πρόκειται να το ξεχάσετε ποτέ από εκείνη τη μέρα;
«Είναι η εικόνα που έχω στρίψει στην τελευταία στροφή και πηγαίνοντας προς την ευθεία του τερματισμού που εκεί στο αριστερό πεζοδρόμιο βλέπω τον μικρό μου τον γιο. Μου φωνάζει μέσα σε ένα πελώριο πλήθος… Τον είδα, του φώναξα. Ήταν μαζί με έναν φίλο του που σπούδαζε στη Βοστόνη. Ήταν η στιγμή που τους είδα σε εκείνο το πεζοδρόμιο και μετά έβλεπα το ίδιο ακριβώς σημείο από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Σε… απ’ ευθείας σύνδεση έβλεπα πτώματα, κομμένα χέρια κι ό,τι άλλο μπορεί να έδειχνε τότε η τηλεόραση. Ήταν ο γιος του μαραθωνοδρόμου του Κυριακίδη στην απέναντι εξέδρα να μας περιγράφει μετά τους ακρωτηριασμένους ανθρώπους κλπ. και να είναι το μέρος που είχα δει την εικόνα του γιου μου πριν. Ξέρετε, είναι σαν αυτές τις ταινίες που έχουν δύο εναλλασσόμενες εικόνες».
– Στην καθημερινότητά σας, πέρα από το κεφάλαιο τρέξιμο, σας έχει επηρεάσει αυτή η εμπειρία; Υπήρχαν συνήθειες που κόψατε εξαιτίας εκείνου του περιστατικού;
«Όχι, όχι, όχι! Πέρα από τους Μαραθώνιους που πλέον τρέχω στα βουνά δεν μου δημιούργησε οτιδήποτε άλλο. Ξέρετε, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να ξεχνάει, να επουλώνει και δεν άλλαξε τίποτα άλλο. Απλά, προστέθηκε άλλη μια εμπειρία που σε κάνει ακόμα πιο σοφό, πιο προσεκτικό…».
– Αντίστοιχα τα παιδιά σας, σε ποια κατάσταση είναι σήμερα έχοντας βιώσει αυτό το τρομοκρατικό χτύπημα;
«Το έχουν συνειδητοποιήσει πολύ καλά. Είναι ώριμα παιδιά. Τους συνέβη σε μια μεγάλη ηλικία. Το συζητήσαμε πολύ μαζί. Ξαναθυμηθήκαμε το γεγονός τις τελευταίες μέρες που ακούσαμε στις ειδήσεις ότι καταδικάστηκε ο δράστης, το κουβεντιάσαμε και τίποτα άλλο».
– Η τελευταία μου ερώτηση αφορά ακριβώς αυτό. Ακούγοντας ότι o Τζοχάρ Τσαρνάεφ κρίθηκε ένοχος και ότι η ποινή του μπορεί να είναι μέχρι και η θανατική καταδίκη ποιο είναι το δικό σας σχόλιο;
«Κοιτάξτε, για το πώς αποδίδεται δικαιοσύνη μπορεί να ακούσετε 100 διαφορετικές απόψεις. Αν έχεις κάποιο συγγενή εκεί, έχεις τόσο θυμό που θες να εκτελέσεις τον άλλον με τα χέρια σου. Σίγουρα είναι ακατανόητα αυτά τα πράγματα που νεαρά παιδιά τινάζουν τον κόσμο στον αέρα που βλέπει έναν αγώνα δρόμου ή κάτι άλλο. Η τρομοκρατία είναι τρομοκρατία και καταδικάζεται. Ποιος είναι ο πιο σωστός τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη είναι όπως σας λέω υποκειμενικό. Σε κάθε χώρα υπάρχουν διαφορετικοί νόμοι. Εγώ δεν είμαι υποστηρικτής της θανατικής ποινής, αλλά επ’ ουδενί δεν πρέπει να κυκλοφορούν τέτοιοι άνθρωποι ελεύθεροι έξω, γιατί προφανώς είναι χαλασμένα τα μυαλά τους. Άρα το να βγάλεις το μάτι του άλλου, δεν είναι κάτι πολιτισμένο και αποδεκτό, από την άλλη, σίγουρα δεν πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθεροι τέτοιοι άνθρωποι. Δεν ξέρω αν τελικά φτιάχνουν αυτά τα μυαλά ποτέ. Στην ουσία κάποιος που κάνει κάτι τέτοιο, θέλει να αυτοκτονήσει».
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα like στη σελίδα μας