Κάποτε ζούσε ένας άνθρωπος πολύ ηλικιωμένος. Τα μάτια του ήταν θολά, δεν άκουγε καλά και τα πόδια του τον κρατούσαν με δυσκολία. Όταν καθόταν στο τραπέζι, το χέρι του έτρεμε τόσο πολύ που η σούπα χυνόταν στο τραπεζομάντιλο και στο παντελόνι του, ενώ έσταζε ακόμα και από το στόμα του.
Ο γιος του και η γυναίκα του είχαν αηδιάσει τόσο πολύ από αυτή την κατάσταση, που τελικά του έβαλαν ένα κάθισμα στη γωνία δίπλα από τη φωτιά και σέρβιραν το φαγητό του σε ένα μικρό πήλινο σκεύος.
Κάποια μέρα, τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ που δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει το πήλινο σκεύος. Το πιάτο του έπεσε στο πάτωμα και έσπασε και η γυναίκα του θύμωσε. Ο γέρος δάκρυσε και αναστέναξε βαθιά. Έτσι, του αγόρασαν ένα φτηνό ξύλινο δίσκο και στο εξής έτρωγε από εκεί.
Μια μέρα, μετά το δείπνο, το εγγόνι του μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας μια σμίλη. Πήρε ένα κούτσουρο από το σωρό δίπλα στη φωτιά και κάθισε στο πάτωμα.
«Τι κάνεις εκεί;», τον ρώτησε ο πατέρας του.
Το παιδί τους απάντησε: «Θα φτιάξω δύο πιατάκια για εσάς, όταν αργότερα εγώ μεγαλώσω κι εσείς θα πρέπει να τρώτε στη γωνία δίπλα στη φωτιά».
Ο άνδρας και η γυναίκα κοίταξαν ο ένας τον άλλο σιωπηλοί.
Από εκείνη την ημέρα, επέτρεψαν στον γερο να τρώει ξανά στο τραπέζι και δεν τους ενοχλούσε πια που έχυνε το φαγητό του.