του Αλέξανδρου Γιατζίδη, Μ.D.,
Το φαινόμενο καταγράφεται πιο συχνά στις γυναίκες, ενώ οι ηλικιωμένοι άνω των 65 χρόνων αναφέρεται ότι πάσχουν από αϋπνία σε ποσοστό, που προσεγγίζει το 50%.
Η αϋπνία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και διαβήτη και οι διαταραχές του ύπνου μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη μνήμη, τη μάθηση, το καρδιαγγειακό, το ανοσοποιητικό, το νευρικό σύστημα, ακόμη και στην κοινωνική συμπεριφορά. Επιπλέον, τα άτομα που πάσχουν από αϋπνία, για περισσότερο από έναν χρόνο, έχουν 40 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν κατάθλιψη. Η απώλεια έστω και μισής ώρας ύπνου κάθε βράδυ μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες εκδηλώσεως παχυσαρκίας και διαβήτη. Όσοι κοιμούνται τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας μισή ώρα λιγότερη απ’ όση χρειάζεται ο οργανισμός τους, έχουν κατά 72% περισσότερες πιθανότητες να παχύνουν και να εκδηλώσουν νοσήματα που σχετίζονται με τα περιττά κιλά. Όταν, δε, η απώλεια του ύπνου συμβαίνει επί 6 συναπτούς μήνες, τότε αυξάνεται σημαντικά η αντοχή
του οργανισμού τους στην ινσουλίνη, δηλαδή εισέρχονται σε μία προδιαβητική κατάσταση που αυξάνει τις πιθανότητές τους να εκδηλώσουν κάποια στιγμή διαβήτη τύπου 2.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, έχει θεσπίσει την τρίτη Παρασκευή του Μαρτίου, ως την Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου, στο πλαίσιο της προσπάθειας ευαισθητοποίησης, τόσο του κοινού, όσο και των γιατρών και των άλλων επαγγελματιών υγείας, για τη σημασία του επαρκούς, σε ποσότητα και ικανοποιητικής ποιότητας, ύπνου.
Ένας καλός ύπνος είναι αναζωογονητικός και τονώνει τον οργανισμό μας. Είναι προτιμότερο λοιπόν να θυσιάσετε μια βραδινή έξοδο και να προσφέρετε στον εαυτό σας μια νύκτα χαλάρωσης. Η σύσταση ότι χρειαζόμαστε οκτώ ώρες ύπνου τη νύχτα ώστε να λειτουργούμε σωστά τις υπόλοιπες ώρες δεν ισχύει για όλους. Γενικά, εάν ξυπνάτε και αισθάνεστε ανανεωμένος και δεν νιώθετε νύστα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ύπνος σας είναι επαρκής. Τα μωρά, οι ηλικιωμένοι και οι έγκυες, ενδέχεται να χρειάζονται περισσότερο ύπνο από το μέσο όρο.
σημειώνεται προσωρινή μεταβολή της συνείδησης του εξωτερικού κόσμου και επακόλουθη μείωση της μυϊκής δραστηριότητας, του μεταβολισμού και της ανταπόκρισης σε ερεθίσματα. Μολονότι είναι αυτονόητο, αξίζει να σημειωθεί ότι περνάμε το ένα τρίτο περίπου της ζωής μας κοιμώμενοι.
Ο χρόνος που περνάμε κοιμώμενοι είναι κατά 20% λιγότερος σε σχέση με εκείνον που οι άνθρωποι «επένδυαν» στον ύπνο, μόλις πριν από 100 χρόνια.