Η Μαρία Καλογήρου, μια νεαρή δασκάλα της Κιμώλου, υπέφερε από οξεία νευρασθένεια, η οποία τελικά εξελίχθηκε σχεδόν σε παραφροσύνη. Νοσηλεύθηκε για αρκετό διάστημα σε κλινική της Αθήνας, αλλά δεν παρουσίασε καμία βελτίωση.
Απελπισμένοι ο αδελφός της και η μητέρα της, την έταξαν στην Ευαγγελίστρια της Τήνου, όπου κατέφθασαν με το ατμόπλοιο «Σάμος».
Μόλις αποβιβάστηκαν, μητέρα και αδελφός θέλησαν να την οδηγήσουν στο ναό της Θεοτόκου. Εκείνη όμως αντέδρασε από φόβο μήπως τη δέσουν και τη φυλακίσουν. Παρέμειναν λοιπόν σ” ένα ξενοδοχείο, και το βράδυ βγήκαν να κάνουν περίπατο.
Κάποια στιγμή η άρρωστη ένοιωσε μια ακαταμάχητη δύναμη να την ελκύει προς την εκκλησία, και παρακάλεσε να την οδηγήσουν εκεί.
Ο ναός εκείνη την ώρα ήταν κλειστός. Για να μην τη δυσαρεστήσουν όμως προχώρησαν στον περίβολο, ανέβηκαν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια και στάθηκαν μπροστά στην κλειστή πόρτα του ναού.
Ο αδελφός της Μαρίας ρίχνει μια ματιά από το τζάμι προς το Ιερό, κι ύστερα γυρίζει και λέει:
– Είμαστε τυχεροί! Μέσα στην εκκλησία είναι μια καλόγρια και θα “ρθει να μας ανοίξει.
Πλησιάζει η μητέρα στο τζάμι και βλέπει κι αυτή μια ψηλή γυναίκα μαυροφόρα. Γυρίζει στην άρρωστη και τη βλέπει να κοιτάζει εκστατική και συγκινημένη προς την είσοδο, σαν να έβλεπε κάτι υπερφυσικό.
Ξαφνικά η μαυροφόρα εξαφανίστηκε, ενώ συγχρόνως ισχυρός κρότος ακούστηκε μέσα από το ναό. Ειδοποιήθηκε ο θυρωρός και στη συνέχεια ο πρωθιερέας και ο πρόεδρος του ιδρύματος. Ερεύνησαν προσεκτικά την εκκλησία και βεβαιώθηκαν πως δεν υπήρχε μέσα κανείς. Ταυτόχρονα όμως βεβαιώθηκαν πως η άρρωστη είχε συνέλθει και ένοιωθε τον εαυτό της υγιή.
Το θαύμα διαδόθηκε γρήγορα σ όλο το νησί, κι άρχισε από τη νύχτα ακόμη να συρρέει κόσμος στην εκκλησία. Χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες και εψάλη έκτακτη δοξολογία.
Η συγκίνηση όμως των πιστών κορυφώθηκε, όταν η θεραπευμένη δασκάλα προχώρησε και μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια.
Πηγή: Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας»
Ιερά Μονή Παρακλήτου