Στην εντατική, με την ύφεση να κατατρώει την οικονομία και τον κίνδυνο του ατυχήματος να παραμονεύει, εξακολουθεί να πορεύεται η χώρα και πιθανότατα έτσι θα πάει έως τον Ιούνιο, μέχρι τη μεγάλη και τελική συμφωνία με τους εταίρους – αν φυσικά ευoδvθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι συζητήσεις- όπου θα τεθεί το πλαίσιο για την επόμενη τριετία.
Σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα η κυβέρνηση δείχνει να αντέχει οριακά στις χρηματοδοτικές ανάγκες για λίγες εβδομάδες ακόμη, εξαντλώντας όμως και τα τελευταία εφόδια, ενώ φέρεται να έχει αποσπάσει μια κάποια πολιτική υπόσχεση από τους εταίρους ότι δεν θα μείνει ξεκρέμαστη – υποσχόμενη με τη σειρά της ότι δεν θα αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, το μέγα ερώτημα που προκύπτει είναι πόσο θα κοστίσει αυτή η στασιμότητα στην πραγματική οικονομία και αν η όποια ζημιά προκαλείται αυτό το παραλυτικό διάστημα θα είναι ανατάξιμη στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει ένα θέμα ως προς τη στρατηγική που ακολουθεί η κυβέρνηση: ούτε υποχωρεί, ούτε συγκρούεται ανοιχτά με τους δανειστές, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο αν ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της και αν έχει σχέδιο διεξόδου ή εναλλακτικό δρόμο εφόσον τελικά οι προσδοκίες της για μια βιώσιμη λύση και έναν έντιμο πολιτικό συμβιβασμό με τους εταίρους δεν δικαιωθούν.
Είναι ενδεικτικό της παρατεταμένης δυστοκίας ότι, παρά τις επίπονες προσπάθειες που καταβάλλει η κυβέρνηση, υποσχόμενη ακόμη και εντυπωσιακά πρωτογενή πλεονάσματα στους δανειστές, η απελευθέρωση της χρηματοδότησης και η παροχή ρευστότητας δεν έχουν καταστεί ακόμη δυνατές ούτε κατ’ ελάχιστον. Το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο αναμένουν ότι οι διαβουλεύσεις της Μεγάλης Εβδομάδας, ιδίως με τη διήμερη συνεδρίαση των τεχνοκρατών του EuroWorking Group στις 8 και 9 Απριλίου, θα δώσουν μια μικρή ανάσα και θα δρομολογήσουν μια λύση για το επόμενο δίμηνο, έστω και βήμα-βήμα. Κυβερνητικοί παράγοντες διαβεβαιώνουν ότι σε κάθε περίπτωση μέχρι το τέλος Απριλίου θα υπάρξουν θετικές κινήσεις από τις Βρυξέλλες.
Ωστόσο η επιλογή της Αθήνας να τηρεί κόκκινες γραμμές σε θέματα που για τους εταίρους είναι ταμπού έχει προκαλέσει την απροθυμία των δανειστών, κυρίως στο επίπεδο των τεχνικών κλιμακίων, να δουν με θετικό τρόπο τις προτεινόμενες από την κυβέρνηση μεταρρυθμίσεις και την απόδοση που αυτές θα έχουν εντός του 2015.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας παρακολουθεί προσωπικά όλες τις διεργασίες και φέρεται να έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους προς τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει στα τέσσερα βασικά αναχώματα που έχει ορθώσει από την πρώτη στιγμή η κυβέρνησή του. Συγκεκριμένα λέει όχι στη μείωση των συντάξεων και σε οποιαδήποτε άλλη περικοπή, αρνείται την επιβολή νέων φόρων, επιμένει στην επαναφορά της εργασιακής νομοθεσίας και του βασικού μισθού, αποφεύγοντας παράλληλα ρυθμίσεις όπως η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, ενώ για τις αποκρατικοποιήσεις υποδομών της χώρας συζητά μόνο υπό τον όρο της καθοριστικής παρουσίας του Δημοσίου σε αυτές και όχι με το μοντέλο της πλήρους εκχώρησης σε ιδιώτες, ιδίως με όρους «ξεπουλήματος».
Η πίεση που νιώθει ο κ. Τσίπρας είναι ασφυκτική. Σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμα και στη γενικά θετική συνάντησή τους η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, στην οποία η κυβέρνηση επενδύει ελπίδες, ζήτησε επισταμένα από τον πρωθυπουργό να μην επιμένει στην άρση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος για τις συντάξεις – πρόκειται για μια μνημονιακή ρύθμιση που σχεδόν θα μηδενίσει βαθμιαία τις επικουρικές συντάξεις. Ακόμη και στο πρόβλημα της ρευστότητας η κυρία Μέρκελ σόκαρε τον κ. Τσίπρα: τον προέτρεψε να σηκώσει τα διαθέσιμα των δήμων για να αποπληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, κάνοντας τον πρωθυπουργό να αντιδράσει με κατηγορηματική άρνηση. «Δεν πρόκειται να υπογράψω τέτοιες απαιτήσεις», διατείνεται σε συνεργάτες του με κάθε ευκαιρία, αναφερόμενος συνολικά σε όλα τα καυτά θέματα για την ελληνική πλευρά.
Στασιμότητα και σταγονόμετρο
Μετά από δύο μήνες διαπραγματεύσεων, κυβέρνηση και δανειστές φαίνεται να βρίσκονται σε μια περίεργη ισορροπία και να επιδίδονται σε αγώνα αντοχής. Ουσιαστικά το τρέχον μπρα ντε φερ αφορά περισσότερο τη μάχη του Ιουνίου παρά το ενδιάμεσο διάστημα, στο οποίο κάθε πλευρά κινείται με τις δικές της επιδιώξεις και με την αίσθηση, τουλάχιστον εκ μέρους της Αθήνας, ότι καμία δεν θα προβεί σε καίριο χτύπημα: η μεν ελληνική δεν θα κάνει στάση πληρωμών προς τους δανειστές και εκείνη των εταίρων θα μεριμνήσει παρέχοντας έστω και με το σταγονόμετρο ρευστότητα, αν χρειαστεί, προκειμένου να αποφευχθεί μια ακραία εξέλιξη.
Καμία πλευρά σε αυτή τη φάση δεν θέλει να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις. Η ελληνική πλευρά δεν βλέπει τον λόγο να αποδεχτεί από τώρα κρίσιμους συμβιβασμούς σε θέματα τα οποία όμως έχει διάθεση να δει με μεγαλύτερη ευελιξία τον Ιούνιο, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις.
Επίσης, οι εταίροι δείχνουν να μην έχουν κανένα ιδιαίτερο άγχος για την τύχη της Ελλάδας, αφού οι δανειακές της υποχρεώσεις εκπληρώνονται. Αντιλαμβάνονται δε ότι δεν μπορούν να τραβήξουν την πρίζα από τη χώρα, καθώς μια αυξημένη πίεση, όπως επιχείρησαν οι σκληροί με επικεφαλής τον κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, θα εξέθετε την Ευρωπαϊκή Ενωση, η ηγεσία της οποίας θα εμφανιζόταν να ενοχλείται και να μην ανέχεται τη δημοκρατική έκφραση ενός ολόκληρου λαού.
Οι επιτελείς της κυβέρνησης δίνουν μεγάλη σημασία στην πολιτική διάσταση των διαπραγματεύσεων, ελπίζοντας ότι με τον καιρό θα ωριμάσει η πολιτική λύση. Πιστεύουν δηλαδή ότι οι εταίροι θα αποδεχτούν ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο συνομιλητής τους στην Αθήνα και δεν μπορούν να την παρακάμψουν, προσδοκώντας στην πτώση της και στην ανάδειξη άλλων δυνάμεων στη θέση της. Κυβερνητικές πηγές μάλιστα δεν εγκαταλείπουν το σενάριο ακόμη και των εκλογών ή του δημοψηφίσματος τον Ιούνιο, στη βάση της προσφερόμενης συμφωνίας από τους εταίρους. «Θα απευθυνθούμε στον λαό και με τη δύναμη που θα μας δώσει θα γίνει σαφές στους εταίρους ότι δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να αποδεχτούν έναν έντιμο συμβιβασμό», υποστηρίζουν με νόημα.
Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι η λύση του έντιμου συμβιβασμού με ένα τριετές πρόγραμμα που δεν θα έχει πολιτικές λιτότητας κερδίζει έδαφος στις ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης, αλλά προσκρούει στην απροθυμία των τεχνοκρατών να αντιληφθούν το ευρύτερο πρόβλημα πέρα από τους στεγνούς αριθμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η τελευταία, αρκετά επεξεργασμένη, λίστα του κ. Γιάνη Βαρουφάκη, που εστάλη στις αρχές της περασμένης εβδομάδας στις Βρυξέλλες, δεν έπεισε πλήρως τα τεχνικά κλιμάκια ώστε να ξεκλειδώσουν έστω και λίγο τη ρευστότητα. Η ελληνική πλευρά υπόσχεται μεγάλες αποδόσεις με τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί, οι οποίες όμως θέλουν χρόνο, ενώ οι τεχνοκράτες απαιτούν εμπροσθοβαρή δημοσιονομικά μέτρα άμεσου αποτελέσματος.
Η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να καταφέρει, έστω και σε συνθήκες χρηματοδοτικής ασφυξίας και πολιτικής αβεβαιότητας, να αναπτύξει κρίσιμες πολιτικές πρωτοβουλίες που θα έχουν διπλό στόχο: πρώτον, θα πείσουν τους δανειστές ότι αυτή, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, εννοεί τα περί χτυπήματος των ολιγαρχών, της διαπλοκής και της φοροδιαφυγής.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται η κίνηση του υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά να ζητήσει οφειλόμενες εισφορές υπέρ του κράτους από τους τηλεοπτικούς σταθμούς και η ενέργεια του υπουργού Οικονομικών να αρχίσει ελέγχους στα τραπεζικά δάνεια που έχουν πάρει επιχειρήσεις μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ακόμη και η συμφωνία με τις ελβετικές αρχές για ελληνικές καταθέσεις συμπεριλαμβάνεται σε αυτό το στόχο. Στον έλεγχο του εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού ανήκουν πρωτοβουλίες όπως η σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το μνημόνιο.
Υπάρχουν όμως και κινήσεις στο εξωτερικό: η κυβέρνηση επιμένει στην ανάπτυξη μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής μιλώντας για ένα νέο «πολυπολικό» διεθνές τοπίο στο οποίο η Ελλάδα επιζητεί τον δικό της ρόλο. Αν και γνωρίζει ότι κάποιες ενέργειες, ειδικά σε σχέση με τη χρηματοδότηση από άλλες χώρες, προσκρούουν σε ευρωπαϊκούς περιορισμούς, η Αθήνα εκτιμά ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο συνεργασιών που μπορούν να βοηθήσουν ποικιλοτρόπως τη χώρα. Το ταξίδι που κάνει ο Ελληνας πρωθυπουργός στη Μόσχα αυτή την εβδομάδα είναι μια σημαντική τέτοια πρωτοβουλία, παρότι στις Βρυξέλλες πολλοί δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτές τις κινήσεις. Κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά τη δυνατότητα και την πραγματική βούληση για παροχή οικονομικής βοήθειας διαφόρων μορφών της Ρωσίας προς την Ελλάδα, αλλά και μόνο η αναθέρμανση και πάλι της σχέσης Αθήνας – Μόσχας εγγράφεται στις ενδιαφέρουσες εξελίξεις της περιόδου.
Επίσης, η ανάπτυξη των ελληνοκινεζικών σχέσεων, όπως εκφράστηκε στην πρόσφατη επίσκεψη κυβερνητικού κλιμακίου με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο Γιάννη Δραγασάκη στο Πεκίνο, είναι άλλη μια διάσταση της ελληνικής προσπάθειας στο διεθνές πεδίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μία από τις πρόσφατες -επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- εκδόσεις έντοκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εμφανίστηκαν κινεζικά κεφάλαια, με την Αθήνα να αναμένει ότι υπό κάποιες προϋποθέσεις αυτή η συνεργασία μπορεί να έχει συνέχεια και εύρος. Σε καλό δρόμο φαίνεται να βρίσκεται και η συμμετοχή αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων στο ελληνικό χρέος, επιβεβαιώνοντας μάλλον τη θετική διάθεση της Ουάσινγκτον για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
Οι αριθμοί και τα μπρος – πίσω με τις δόσεις
Η κυβέρνηση φλέρταρε για κάποιες ημέρες με την ιδέα να απειλήσει τους εταίρους με τη μη καταβολή της δόσης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ύψους 448 εκατ. ευρώ, που είναι για την Πέμπτη 9 Απριλίου. Ακόμη και κορυφαίοι υπουργοί όπως των Εσωτερικών Νίκος Βούτσης και της Εργασίας Πάνος Σκουρλέτης άφησαν ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο, αν στο μεταξύ δεν ανοίξει η κάνουλα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τελικά, όμως, το Μέγαρο Μαξίμου απέσυρε από το τραπέζι γρήγορα αυτή την απειλή. Είτε γιατί στο μεταξύ φάνηκε ότι μπορεί να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα ποσά, είτε γιατί όσο υποβόσκει ένα τέτοιο ενδεχόμενο πλήττεται η πραγματική οικονομία. Στην ηγεσία της κυβέρνησης, πάντως, είναι ιδιαίτερα ενοχλημένοι με τη στάση των εταίρων.
Από τον περασμένο Ιούλιο, δηλαδή εδώ και εννέα μήνες, οι δανειστές δεν έχουν εισφέρει ούτε ένα ευρώ στην αναχρηματοδότηση του χρέους και η Ελλάδα πληρώνει αποκλειστικά με δικούς της πόρους τις δανειακές της υποχρεώσεις, ύψους περίπου 6,5 δισ. ευρώ μέχρι τώρα.
Πρόκειται για πραγματικό κατόρθωμα, αλλά και μαρτύριο για μια οικονομία που δεν βρίσκεται σε ανάπτυξη και πιέζεται πανταχόθεν. Υπό αυτό το πρίσμα, η ενόχληση της κυβέρνησης είναι φανερή, ενίοτε δε εκδηλώνεται εντόνως, με τον κ. Τσίπρα να επαναλαμβάνει συχνά ότι «εμείς τιμούμε την υπογραφή και τις συμφωνίες, οφείλουν να κάνουν το ίδιοι και οι εταίροι».
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα like στη σελίδα μας