Μία φορά, ξεκινήσαμε να πάμε στο Γέροντα Παΐσιο, ένας μοναχός, ένας πολύτεκνος κι εγώ.
O Γέροντας μας δέχθηκε με το γνωστό του απλό και εγκάρδιο τρόπο.
Διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία, διότι ήθελε να δώσει κουράγιο στον πολύτεκνο:
-Θα σας πω κάτι, που μου συνέβη, όταν ήμουνα στο Μοναστήρι, στην Κόνιτσα.
Υπήρχε εκεί μία εικόνα της Παναγίας και κάθε μέρα την καθάριζα και άναβα το καντήλι Της…
Κατά τακτά διαστήματα ερχόταν ένας αγροφύλακας, που είχε εννέα παιδιά, και μου έλεγε: Γέροντα, θέλω να πάω ν” ανάψω το κανδήλι της Παναγίας.
Του απάντησα: Ευλογημένε, είναι αναμμένο. Εκείνος επέμενε. Για να μην τον στενοχωρήσω, του έλεγα να πάει.
Μετά, όταν έφευγε, πήγαινα πίσω του και καθάριζα τα λάδια. Μια φορά μου κίνησε την περιέργεια και λέω: Δεν πάω να δω, τι κάνει αυτός ο ευλογημένος μέσα, μήπως και μου τα κάνει χάλια;
Έτσι τον παραφύλαξα και, μόλις εκείνος μπήκε στην εκκλησία, μπήκα κι εγώ κρυφά πίσω του. Πάει, λοιπόν, στην εικόνα της Παναγίας, βουτάει το δάκτυλό του στο λάδι του κανδηλιού της, αλείφει την κάνη του όπλου του, γονατίζει και λέει:
-Παναγία μου, το φαΐ τέλειωσε. Ξέρεις εσύ!
Με αυτά που άκουσα, παραξενεύτηκα και απεφάσισα να τον παρακολουθήσω. Αφού απομακρύνθηκε από το Μοναστήρι, περίπου τριακόσια μέτρα, βλέπω ένα κατσίκι στημένο απέναντί του να περιμένει. Ξεκρέμασε το όπλο του, το σκότωσε, το φορτώθηκε στην πλάτη και έφυγε. Τότε κατάλαβα τα λόγια που έλεγε στην Παναγία. Από τότε, όταν ερχόταν ο αγροφύλακας και έφευγε, εγώ έστηνα αυτί να ακούσω τον πυροβολισμό! Πράγματι, μετά πέντε, το πολύ δέκα λεπτά, άκουγα τον πυροβολισμό και έλεγα:
-Πάλι η Παναγία του το έδωσε!