«Έχοντας υποσχεθεί, κατά την προεκλογική εκστρατεία, στους ψηφοφόρους του τρία… απραγματοποίητα πράγματα, ο Αλέξης Τσίπρας πήρε τη σωστή απόφαση και έκανε πίσω, αντί να οδηγήσει τη χώρα του στην άβυσσο του Grexit».
Με αυτή την συμπερασματική πρόταση κεφαλαιοποιεί η τράπεζα Berenberg τη συμφωνία της Παρασκευής και στην ανάλυση που κάνει σημειώνει πως ο κίνδυνος μιας πιθανής εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ μειώθηκε αυτομάτως από το 35% στο 25%.
Η πιθανότητα, δε, να αποχωρήσει η παρούσα κυβέρνηση και να αντικατασταθεί από μια πιο φιλοευρωπαϊκή και λιγότερο ριζοσπαστική αυξήθηκε στο 25%, από το 20% που βρισκόταν μέχρι πρότινος. Επιπροσθέτως, ο έλεγχος κεφαλαίων, που πρόβαλε ως πιθανό σενάριο, αυτή τη στιγμή βγαίνει από το κάδρο.
Κατά την Berenberg, τα σημεία που δείχνουν πως η παρούσα συμφωνία μοιάζει με την προηγούμενη είναι τα εξής:
Η Ελλάδα αποδέχεται όλους τους όρους που συνδέονται με τα πρόγραμμα διάσωσης της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Η Ελλάδα παραμένει υπό την πλήρη εποπτεία των «ιδρυμάτων» που μέχρι τώρα ονομάζονταν Τρόικα.
Η Ελλάδα μπορεί να προβεί σε προσαρμογές στο πλαίσιο του προγράμματος, αλλά μόνο εάν οι αλλαγές είναι «ουδέτερες» για την άμεση και μακροπρόθεσμη δημοσιονομική προοπτική και αφού προηγουμένως έχουν εγκριθεί από τους εξωτερικούς επόπτες.
Η Ελλάδα θα λάβει τη δόση του προγράμματος στήριξης μόνο εφόσον πληροί όλες τις προϋποθέσεις.
Τα ρίσκα
Η Berenberg αναφέρει και τα τέσσερα ρίσκα που θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση και τα οποία -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- πρέπει να διευθετήσει. Είναι τα εξής:
Το μεταρρυθμιστικό σχέδιο για τα καρτέλ και τη φοροδιαφυγή μπορεί να μην καταλήξουν σε επιτυχία, κάτι που θα οδηγήσει σε νέες έκτακτες συναντήσεις στις Βρυξέλλες.
H λαϊκιστή κυβερνητική συνεργασία μπορεί να ρίξει μπουνιά στη συμφωνία, στην προσπάθειά της να εφαρμόσει κάποιες από τις προεκλογικές υποσχέσεις, όπως το θέμα της αγοράς εργασίας, θεωρώντας πως δεν θα έχουν επίπτωση στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Η κυβερνητική συνεργασία μπορεί να διαλυθεί από τα ακροαριστερά και τα ακροδεξιά στοιχεία που δεν θα δεχθούν την αναδίπλωση.
Η αναθεώρηση του προγράμματος τους επόμενους δύο μήνες θα είναι σκληρή. Οι στόχοι της Ελλάδας έχουν ήδη χαθεί. Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε χάσει τους στόχους τον Νοέμβριο και από την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και μετά το χάσμα μεγάλωσε.
Η Berenberg καταλήγει πως η συμφωνία για το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να είναι θετική για την Ελλάδα, καθώς δεν θα χρειάζεται να πιάσει το στόχο του 3%, αλλά δεν της επιτρέπει να έχει περισσότερα χρήματα για να ξοδέψει, απλώς δεν θα βάλει την Ευρώπη στη διαδικασία να πιέσει την Ελλάδα για επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα. Όπως αναφέρει στη συνέχεια, πολλά έχουν χαθεί τους τελευταίους μήνες αβεβαιότητας και οι καταθέσεις έχουν φύγει από τις ελληνικές τράπεζες, αλλά αν όλα πάνε καλά, η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς, όπως είχε διαφανεί τον περασμένο Δεκέμβριο.
Το ιδανικό σενάριο είναι οι δανειστές και η Ελλάδα να συνομιλήσουν στη συνέχεια με γνώμονα την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα και το αρνητικό είναι να αφήσει η πρώην Τρόικα την κυβέρνηση να πάρει τα κοινωνικά μέτρα που θέλει και μετά να ζητήσει αντίμετρα που θα ισορροπούν τα δημοσιονομικά κενά.
«Υπάρχουν λίγα πράγματα στο τωρινό deal που δεν έχουν συζητηθεί ανάμεσα στην Τρόικα και την προηγούμενη κυβέρνηση. Η μόνη επίδραση από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η ελληνική οικονομία έγινε πιο αδύναμη, όπως και η διαπραγματευτική θέση της χώρας», καταλήγει η ανάλυση.