Ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση της αρχαιολόγου Χρυσούλας Παλιαδέλη γύρω από τους πέντε σκελετούς που βρέθηκαν στο τέταρτο θάλαμο της Αμφίπολης.
Μιλώντας στο «Βήμα», η κυρία Χρυσούλα Παλιαδέλη, διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα, εξέφρασε την άποψη ότι ο τέταρτος θάλαμος, εκεί που βρέθηκαν τα οστά των πέντε νεκρών, μπορεί να λειτουργεί ως αποθέτης (ο χώρος που κατά την αρχαιότητα αφήνονταν αντικείμενα μέσα σε λακκούβα, η οποία καλυπτόταν με χώμα), για αποκατάσταση μιας τυμβωρυχίας.
Συγκεκριμένα, η αρχαιολόγος στην ερώτηση για το αν βλέπει στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της εκδοχής που λειτούργησε σαν «αποθέτης» (π.χ για εξαγνισμό από μια λεηλασία) ο χώρος που ήταν η κιβιωτιόσχημη θήκη, υποστηρίζει ότι όλα τα σενάρια είναι ανοικτά, ακόμα και αυτό του «αποθέτη». Η κ. Παλιαδέλη είχε υποστηρίξει από την αρχή αυτή την εκδοχή, «Είχα προτείνει σχετικά νωρίς, (με βάση τη συγκέντρωση μαρμάρινων θραυσμάτων από τα θυρρόφυλλα) πως ο τέταρτος θάλαμος μπορεί να λειτουργήσει ως αποθέτης ( για αποκατάσταση μιας τυμβωρυχίας). Αν στη διαδικασία αυτή εντάχθηκαν και τα οστά, δεν το γνωρίζω».
Καθώς εντοπίστηκαν ίχνη καύσης σε οστά ενήλικου ατόμου, θα έπρεπε, άραγε να αναμένουμε να βρεθεί στο χώρο οστεοδόχο σκεύος ή τουλάχιστον θραύσματά του; Όπως σημειώνει η κ. Παλιαδέλη «τα οστεοδόχα αγγεία που περιείχαν τα υπολείμματα καύσης ήταν συνήθως μεταλλικά. Πολύτιμα, δηλαδή για τους τυμβωρύχους, έτσι κι αλλιώς. Μόνο στους λιγοστούς ασύλητους τάφους έχουν βρεθεί στη θέση τους τέτοια σκεύη».
Η κ. Παλιαδέλη επισήμανε ότι σε ένα μνημείο μπορεί να συνυπάρχει η καύση και ο ενταφιασμός. Η διαφορά στη χρήση τους, υπογραμμίζει, οφείλεται σε λόγους οικονομικούς, κυρίως, «καθώς η καύση, σε αντίθεση με τον ενταφιασμό, απαιτεί μεγάλη δαπάνη, την οποία δεν μπορούν ή δεν θέλουν για λόγους κοινωνικούς να αντιμετωπίσουν οι συγγενείς».