«Υπήρξε ένταση μεταξύ τους και λογομαχία…
Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ο Στεφάν χτυπούσε το θύμα. Είδα το θύμα ξαπλωμένο ανάσκελα και τον Στεφάν πάνω του με τα γόνατά του να τον πιέζουν στο στήθος.
Με το ένα χέρι τον κρατούσε από το λαιμό και με το άλλο στο πρόσωπο», με αυτά τα λόγια ο 29χρονος Κοσμίν Γκαϊτάν περιέγραψε την περασμένη Τρίτη τη στιγμή της δολοφονίας του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα.
Ο Ρουμάνος κατηγορούμενος βρέθηκε ενώπιον της 3ης τακτικής ανακρίτριας, που χειρίζεται την υπόθεση, ύστερα από το αίτημα που είχε υποβάλει να εξεταστεί κατ” αντιπαράσταση με τον Στεφάν Ματασαρεάνου, τον συγκατηγορούμενό του, τον οποίο έχει κατονομάσει ως τον άνθρωπο που σκότωσε τον συγγραφέα το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου.
Οι δύο άνδρες, που κρατούνται προσωρινά μετά τις απολογίες τους, αποδίδουν ευθύνες ο ένας στον άλλο για τη δολοφονία του συγγραφέα, με τον Ματασαρεάνου να έχει όμως δώσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απολογίες στην αστυνομία και στην ανακρίτρια.
Από την πλευρά του, ο Κοσμίν Γκαϊτάν επέμεινε την Τρίτη στα όσα έχει υποστηρίξει από την αρχή. Όπως ανέφερε, «όλα συνέβησαν στην είσοδο, δίπλα στο ασανσέρ. Επάνω στο διαμέρισμα του θύματος δεν έγινε κάτι».
Το καρτέρι
Συγκεκριμένα, κατέθεσε πως με πρωτοβουλία του Ματασαρεάνου έστησαν «καρτέρι» στον Μένη Κουμανταρέα εντός της πολυκατοικίας του για περισσότερο από τρεις ώρες. «Περίπου ώρα 22:50 το βράδυ, το θύμα επέστρεψε στο σπίτι και μπήκε στην είσοδο και περίπου κοντά στο ασανσέρ τον πλησίασε ο Στεφάν και το ζήτησε χρήματα», ανέφερε.
Όταν ο συγκατηγορούμενός του ζήτησε χρήματα από το συγγραφέα, ο τελευταίος εκνευρίστηκε: «Υπήρξε ένταση μεταξύ τους και λογομαχία. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ο Στεφάν χτυπούσε το θύμα. Είδα το θύμα ξαπλωμένο ανάσκελα και τον Στεφάν πάνω του με τα γόνατά του να τον πιέζουν στο στήθος. Με το ένα χέρι τον κρατούσε από το λαιμό και με το άλλο στο πρόσωπο. Το θύμα λιποθύμησε και τότε ο Στεφάν μου είπε να τον κατεβάσουμε στο υπόγειο, ενώ εγώ αρνήθηκα και του είπα να τον ανεβάσουμε στο σπίτι του».
«Δεν άνοιγε το μάτια του, αλλά ανέπνεε»
Έτσι -εξηγεί ο κατηγορούμενος- ανέβασαν τον Μένη Κουμανταρέα στο διαμέρισμά του, όπου «αρχικά τον τοποθετήσαμε στο πάτωμα του σαλονιού και τον έτριβα στο στήθος για να τον επαναφέρω. Δεν άνοιγε τα μάτια του κατάλαβα όμως, ότι ανάπνεε».
Την ίδια ώρα, πάντα σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, ο συμπατριώτης του Ματασαρεάνου έμπαινε στα δωμάτια του διαμερίσματος και «ερευνούσε». «Τον φώναζα επανειλημμένως να έρθει να βάλουμε το θύμα στο κρεβάτι του, όπως και έγινε. Μετά από αυτά χτύπησε το τηλέφωνο του θύματος και τότε είπα να φύγουμε γιατί μπορεί να έρθει κάποιος φίλος του θύματος», υποστήριξε.
Αρνείται ο Ματασαρεάνου
Ο 26χρονος κατηγορούμενος Στ. Ματασαρεάνου πάντως, απολογούμενος στην ανακρίτρια έριξε όλη την ευθύνη στον συγκατηγορούμενό του, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε ιδέα. Βέβαια, ενώπιον των αστυνομικών αρχών είχε πει ότι διαπλεκτίστηκε με τον συγγραφέα, δίχως όμως να τον χτυπήσει: «τσατίστηκα και τον έσπρωξα με το ένα μου χέρι. Ο Μένης έπεσε δίπλα από μία πολυθρόνα και τον άκουσα που έβγαλε ένα βογγητό σαν «αχ». Έμεινε εκεί πεσμένος και δεν τον είδα να σηκώνεται. Τότε εγώ τσαντισμένος, είπα του Κοσμίν να φύγουμε και βγήκαμε από το διαμέρισμα».